Πίσω από τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα...

Του Γαβριήλ Μπομπετση   


Ο πας εις συγγραφέας συνειδητά ή ασυνείδητα, ρητά ή υπόρρητα δεξιώνεται στο έργο του ένα πλήθος αναγνωσμάτων, θεαμάτων και εν γένει ερεθισμάτων που έχει δεχτεί. Είναι αυτά που τον έχουν διαμορφώσει και ως άνθρωπο. Ο συγγραφέας δεν είναι απλώς ταλαντούχος και χαρισματικός, είναι πρώτα από όλα καλός αναγνώστης, μαθητής των άλλων συγγραφέων. Αυτό υπαινίσσεται και ο Σεφέρης, όταν γράφει: «Εἶναι παιδιά πολλῶν ἀνθρώπων τα λόγια μας» («Επί Σκηνής», απ. ΣΤ’, από τη συλ. Τρία κρυφά ποιήματα). Υπό αυτήν την οπτική αναζητούν οι μελετητές των κειμένων τις πηγές τροφοδότησης των συγγραφέων. Κι όχι από φιλολογική διαστροφή. Το πλέγμα που συνδέει τον ένα με τον άλλο συγγραφέα ή ορθότερα το ένα με το άλλο κείμενο –αυτό που ονομάζουμε στη φιλολογική γλώσσα «διακειμενικότητα» («intertextuality»)–, αποδεικνύει την «κοινωνική» φύση της λογοτεχνίας, την απαραίτητη αλληλεξάρτηση εντός του λογοτεχνικού πεδίου.

Ο Shakespeare, όπως δηλοί το όνομά του, κουνάει («shake») τη λόγχη («spear») του λογχίζοντας γενεές επί γενεών με το λογοτεχνικό του ταλέντο. Δεν υπάρχει πιθανόν πιο γνωστή ιστορία αγάπης παγκοσμίως από τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Ένα εργο του Shakespeare που γράφτηκε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1590, μεσουρανούσης της ελισαβετιανής εποχής. Ο Shakespeare δεν είναι ο πρώτος που επεξεργάστηκε τον μύθο των δυο ηρώων. Υπήρχε ένα μεσαιωνικό ρομάντζο με πρωταγωνιστές τους ίδιους ακριβώς ήρωες. Αλλά η πρωταρχική πηγή του μύθου θα πρέπει να αναζητηθεί ακόμη πιο πίσω. Στα χρόνια που η Ρώμη ήταν κοσμοκράτειρα, που οι Καίσαρες κρατούσαν τα ηνία της και που έζησαν ποιητές, όπως ο Οβίδιος (43 π.Χ. - 17 μ.Χ.), αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια στον πέπλο της ιστορίας και της λογοτεχνίας.

Ovidius poeta in terra Pontica exulat... Μα πριν προλάβει ο Αύγουστος να τον εξορίσει στη γη του Πόντου –για αμάρτημα ουχί γνωστό παρά μόνο υποκείμενο σε εικασίες– πρόλαβε να γράψει τις Μεταμορφώσεις, ένα έργο που κατατάσσεται στα έπη, αλλά στην ουσία είναι υβριδικό· ένα συνονθύλευμα στοιχείων επικών, ρητορικών, τραγικών, ελεγειακών, βουκολικών κ.ο.κ. Στο υπ’ αριθμόν 4 βιβλίο των οβιδιακών Μεταμορφώσεων (στ. 55-166) και συγκεκριμένα στην ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης βρίσκει κανείς την πηγή, απ’ όπου αρδεύτηκε ο σαιξπηρικός μύθος. Είναι σημειώσεως άξιο ότι ο Άγγλος δραματουργός αναφέρει ονομαστικά τη Θίσβη στην 4η σκηνή της 2ης πράξης του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, ενώ η ίδια ιστορία θα επανέλθει στο Όνειρο θερινής νυκτός ως εμβόλιμη.

Η οβιδιακή ιστορία έχει ως εξής: Δύο γειτονόπουλα απ’ της Βαβυλώνας τα μέρη, ο Πύραμος και η Θίσβη, χτυπημένοι από τα βέλη του έρωτα, αποφασίζουν να το σκάσουν μια νύχτα, εις πείσμα των γονιών τους που στέκονται αρνητές του μεταξύ τους γάμου. Ορισμένο σημείο συνάντησης: μια μουριά του δάσους. Η Θίσβη, που φτάνει πρώτη, τρομάζει μπροστά στο θέαμα μιας αρκούδας και σπεύδει σε μία σπηλιά εκεί κοντά. Πάνω στο φευγιό πέφτει το πανωφόρι της, που το γεμίζει η αρκούδα με αίματα. Ο Πύραμος αντικρίζοντάς το θεωρεί νεκρή την αγαπημένη του και αυτοκτονεί με το ξίφος του. Όταν επιστρέφει στη μουριά η Θίσβη παίρνει το ίδιο ξίφος και βάζει τέλος στη ζωή της, για να μην μπορέσει ο θάνατος να ανακόψει την αγάπη τους αλλά απεναντίας να την διαιωνίσει.

Στον Shakespeare, προς ανάκληση της μνήμης, δύο νέοι, από εχθρικές μεταξύ τους οικογένειες της Βερόνας, ο Ρωμαίος (από τους Μοντέγους) και η Ιουλιέτα (από τους Καπουλέτους), δέχονται τα βέλη του έρωτα, ενός έρωτα καθ’ όλα αμοιβαίου. Ένας ανιψιός της κυρίας Καπουλέτου, ονόματι Τυβάλτος, σκοτώνει πάνω στη μονομαχία τον φίλο του Ρωμαίου, Μερκούτιο, πράγμα που βάσει του κώδικα αξιών της εποχής χρήζει εκδικήσεως. Ο Ρωμαίος σκοτώνει με τη σειρά του τον Τυβάλτο, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί εξόριστος στην περιοχή της Μάντοβας. Τα παρόντα γεγονότα αλλά και η παλιά έχθρα των οικογενειών υψώνουν εμπόδια στην ερωτική σχέση των ηρώων. Η Ιουλιέτα, προς αποφυγήν ενός ανεπιθύμητου γάμου, πίνει πιοτό με αναισθητοποιητικές ιδιότητες, με αποτέλεσμα να θαφτεί ζωντανή. Ο Ρωμαίος, που ειδοποιείται στην εξορία, καταφτάνει στο μνήμα και δίνει τέλος στη ζωή του με χρήση δηλητηρίου, θεωρώντας την αγαπημένη του Ιουλιέτα νεκρή. Η Ιουλιέτα, όταν συνέρχεται, αυτοκτονεί για μην μπορέσει ο θάνατος να τους χωρίσει και να σβήσει τη φλόγα της αγάπης τους.

Οι ομοιότητες των δύο ιστοριών είναι σαφείς. Ότι ο Shakespeare είχε διαβάσει Οβίδιο επίσης φαντάζει σίγουρο. Αρκεί να ανατρέξει κάποιος στα αρχαιόθεμα δράματά του, για να έρθει εις συνείδηση της αρχαιογνωσίας του Άγγλου δραματουργού.

Η βασική υπόθεση του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας είναι αποκαλυπτική ακόμη της σχέσης του δράματος και με το αρχαία ελληνικό μυθιστόρημα. Στο αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, η ακμή του οποίου τοποθετείται μεταξύ του 1ου και του 3ου/4ου αι. μ.Χ, δύο νέοι ερωτεύονται σφοδρά, με έρωτα αμοιβαίο, εις πείσμα ενίοτε των οικογενειών τους, αποχωρίζονται ο ένας των άλλων, υφίστανται πλειάδα εμποδίων, ενίοτε υπόκεινται σε ψευδή (φαινομενικό) θάνατο, όπως ήταν ο πρώτος θάνατος της Ιουλιέτας, αλλά στο τέλος επανασυνδέονται. 

Όμως στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα απαντούν και τόποι ερωτικοί, που έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαία ελληνική ποίηση, και δη από τα χρόνια της λυρικής ποίησης. Οι τόποι αυτοί δεν είναι βέβαια δηλωτικοί άμεσης επιρροής του Shakespeare από τη λυρική ποίηση των αρχαίων, καθώς διατρέχουν όλη την ερωτική λογοτεχνία ως και τις μέρες μας. Ο έρωτας ασκεί επίδραση τυραννική στον άνθρωπο, προκαλεί αγρύπνια στον ερωτευμένο που υποφέρει σκεπτόμενος το αντικείμενο του πόθου του, είναι ακόμα αντινομικός, ηδονή και οδύνη μαζί. «Τι άλλο ειν' ο έρωτας; Τρέλα γεμάτη σωφροσύνη,/ θανατηφόρο δηλητήριο και γιατρικό που όμορφη ζωή μάς δίνει» (μετ.: Ερ. Μπελιές). Τα μάτια είναι οι πρώτοι συνεργοί στη γένεση του ερωτικού πάθους, αντίληψη πολύ παλιά που επανέρχεται στο έργο του Άγγλου δραματουργού. Ο Ερωτιδέας, όπως στην αρχαία εικονογραφία αλλά και λογοτεχνία, έχει φτερά και βέλη, για να τρέχει γρήγορα και να πληγώνει τις καρδιές των ανθρώπων. Η ανθρωπολογία του έρωτα μάλλον δεν έχει αλλάξει και πολύ ανά τους αιώνες. 

Η ελληνορωμαϊκή λογοτεχνική μήτρα συνετέλεσε στην κυοφορία έργων και ρευμάτων της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής. Οι οφειλές του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας κατεξοχήν στην οβιδιακή ιστορία των Μεταμορφώσεων και δευτερευόντως στο αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα δεικνύει το λογοτεχνικό συνεχές, το κατά πόσο η αρχαία Ελλάδα και η αρχαία Ρώμη ζουν εν προκειμένω μέσα στον Shakespeare, όπως ο Shakespeare ζει μέσα σε τόσους και τόσους συγγραφείς και όχι μόνο...




Η φιλολογία ...ένα παράθυρο στο φως


Του Γαβριήλ Μπομπέτση


Ο άνθρωπος, που έχει διανύσει περίπου 200.000 χρόνια ζωής ως υπόσταση, ως ύπαρξη, ορίζεται από τους αρχαίους φιλοσόφους ως εξής: ο έχων λόγον, ήτοι αυτός που έχει γλώσσα, που μιλά και διαλέγεται, αλλά πρωτίστως αυτός που διαθέτει λογική. Αρκετούς αιώνες αργότερα ο Μ. Βασίλειος, που έχει σπουδάσει τους αρχαίους Έλληνες, θα πει πως ο άνθρωπος δεν είναι μόνο το ορώμενον αλλά και το μη ορώμενον.

Υποστασιακά ο άνθρωπος διαθέτει υλικότητα (σώμα), ψυχισμό (ψυχή) και πνευματικότητα (πνεύμα). Από αυτά μόνο το σώμα είναι απτό και ορατό, τα υπόλοιπα είναι αισθητά αλλά μη απτά, μη ορατά. Το σώμα είναι ορατό έξωθεν διά γυμνού οφθαλμού, ενώ έσωθεν με τη συνδρομή της ιατρικής τεχνογνωσίας και τεχνολογίας. Η χαρά ως ένα ενδεικτό συναίσθημα του χώρου της καρδιάς, του ψυχικού κόσμου δεν είναι μεν ψηλαφητή και ορατή, αλλά αντιλαμβανόμαστε και εκδηλώνουμε το αποτέλεσμα της. Βιώνεται εν ολίγοις. Η σκέψη επίσης δεν είναι θικτή. Η σκέψη είναι ακριβώς η εκδήλωση της διεργασίας του πνεύματος, μια εγκεφαλική διεργασία. Για να είναι ολοκληρωμένος λοιπόν ο άνθρωπος πρέπει να καλλιεργεί και να φροντίζει όλα τα υποστασιακά του μέρη, και τα μη ορώμενα.

Για παράδειγμα, χάριν της φροντίδας του σώματος πάει κάποιος γυμναστήριο, κάνει jogging, προσέχει τη διατροφή του κ.λπ. Ανάλογης περιποίησης χρήζουν και η ψυχή με το πνεύμα.

Ένας τρόπος τροφοδότησής τους παρέχεται μέσα από τη φιλολογία. Η φιλολογία σε άλλους φαντάζει ως φλυαρία (Φιλόλογος είναι, πολύ μιλάει...), σε άλλους ως μορφοσυντακτική γνώση αρχαίων γλωσσών (λύω, λύεις, λύει..., Τα παιδία παίζει...), σε άλλους ως μη πρακτικός και άρα μη χρήσιμος τομέας του επιστητού (σε τι θα μας ωφελήσουν οι ιδέες στον κόσμο του χρήματος, των κομπιούτερς και των υπολογισμών;) και σε άλλους ως μη επιστήμη. Σε κάποιους άλλους όμως φαντάζει ως η όντως επιστήμη. Ως αυτή που έχει στόχο, στον βαθμό πάντα που της αναλογεί, να καλλιεργήσει την πνευματικότητα και τον ψυχισμό του ανθρώπου. 

Σίγουρα φιλολογία δεν είναι η γνώση της γραμματικής και του συντακτικού. Αν και ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. Η γραμματική και το συντακτικό είναι εργαλεία και μέσα εισχώρησης στα βαθύτερα και ουσιωδέστερα.

Η φιλολογία είναι χώρος ανάδειξης ανθρωπιστικών ιδεών, ανάδειξης του ωραίου, καλλιέργειας της σκέψης και μεταρσίωσης της σε υψηλά νοήματα. Είναι κέντητρο για στοχασμό, διαρκή πάλη με την αλήθεια των κειμένων, απλώς συναισθηματική και φαντασιοευεργετική περιπλάνηση στη λογοτεχνία, αναγωγή από τα καθ' έκαστα στα καθ' όλου, ερμηνευτικός δείκτης του παρόντος. Το καθένα ξεχωριστά και όλα αυτά μαζί.

Τρέφει το πνεύμα, το φτερώνει, ενώ προσπαθεί να ακροθίξει και τον χώρο της ψυχής. Διίστανται οι απόψεις για το αν μπορεί η φιλολογία να αλλοιώσει προς το καλύτερο τις δυνάμεις της ψυχής. Σίγουρα όμως μπορεί να προσφέρει συγκίνηση, ισχυρά συναισθήματα, να γεννήσει δάκρυα, ενσυναίσθηση ή μία διάθεση αλλαγής  του τρόπου ζωής. Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν άλλωστε πλείστα όσα βιβλία με τίτλους, όπως: Πώς ο Σενέκας μου έσωσε τη ζωή;, Ταξιδεύοντας με τον Επίκουρο κ.λπ.

Είναι ακόμη ταυτοτική αυτοσυνειδησία. Γνώση της ιστορίας των αρχαίων, φερ' ειπείν, σημαίνει γνώση αυτού του οποίου εξέλιξη είμαι. Αν μιλάμε για τους αρχαίους Έλληνες, ταυτοτική αυτοσυνειδησία σημαίνει γνώση της ελληνικής μου καταβολής, αν μιλάμε για τους Ρωμαίους, σημαίνει γνώση του ευρωπαϊκού μου ανήκειν. Είναι γοητευτικό το ταξίδι στο απώτερο ή εγγύτερο παρελθόν.

Ο φιλόλογος (φιλέω + λόγος) αγαπά τον λόγο και τα εκβλαστήματά του, τα παντός είδους κείμενα. Ένας κόσμος χωρίς την ύπαρξη και επικράτεια του λόγου είναι πέραν πάσης φαντασίας. Του λόγου του ενδιάθετου, των σκέψων δηλαδή, και του εξωτερικευμένου. Μια φορά έθεσα στους μαθητές μου το εξής υποθετικό ερώτημα: Φανταστείτε πως βρίσκεστε σε ένα ερημικό νησί και δεν έχετε δυνατότητα επικοινωνίας με κανέναν ούτε διά ζώσης ούτε με κάποιο άλλο μέσο (κινητό, σόσιαλ μίντια κ.λπ.). Θα ήταν αυτό υποφερτό; Η ζωή μας είναι αρραγώς συνδεδεμένη με τον λόγο. Γύρω από τον λόγο και τις ιδέες, τα γεγονότα, τα ερεθίσματα που αυτός κυοφορεί περιστρέφονται οι φιλόλογοι. 

Η αλήθεια είναι πως οι διάκονοι της φιλολογίας, οι φιλόλογοι ενίοτε στραγγαλίζουμε το αγαθό που υπηρετούμε. Η άγνοια, η φροντιστηριοποιημένη γνώση, η μη σύνδεσή της με την πραγματικότητα του σήμερα, η α-παθής μετάδοσή της, η αδυναμία έμπνευσης, η εσωτερική παραδοχή του: η γνώση για τη γνώση αντί του ουσιαστικότερου: η γνώση για τη ζωή είναι μερικές από τις περιοχές που αστοχούμε.

Παρολ' αυτά η φιλολογία δεν πέφτει, στέκεται ακλόνητη και πάντα διαθέσιμη, να μεταλάβει τους ακόλουθούς της με το φως της, με την ωραιότητά της, με την ειλικρίνειά της, με το στοχασμό της, με την αλήθεια της, με τη μυθικότητά της... Στέκεται αγέρωχη και έτοιμη να μαγεύσει και να απομαγεύσει, να μιλήσει για τον Όμηρο και τον Σωκράτη, τον Θουκυδίδη και τον Επίκουρο, τον Βιργίλιο και τον Οβίδιο, τον Λίβιο και τον Οράτιο, τον βυζαντινό άγιο και τους τρεις Ιεράρχες, τον πατριάρχη Φώτιο αλλά και τον Κωνσταντίνο Κεφαλά, τις ερωτικές μυθιστορίες καθώς και τον Ερωτόκριτο, τον Σολωμό αλλά και τον Παπαδιαμάντη, τον Ελύτη αλλά και τον Τερζάκη. Και τόσους άλλους...

Όλα αυτά εν μέσω των Πανελληνίων εξετάσεων, που είναι μεν αναγκαίες, αλλά μάλλον παρουσιάζουν μια σκαιά πλευρά της φιλολογίας...



Εκπαιδευτικοί, εκπαιδευομένοι και εκπαιδευτική πράξη...


Του Γαβριήλ Μπομπέτση



Τι είναι η εκπαίδευση, τι είναι το σχολείο; τι επιδιώκουμε διά του σχολείου; Σχολείο εκ της σχολής, που σήμαινε αρχικά χρόνος ανάπαυσης, αργία, ελεύθερος χρόνος. Ύστερα προσέλαβε τη σημασία χρόνος αξιοποίησης των ταλέντων, χρόνος πνευματικής καλλιέργειας και κατέληξε να σημαίνει τον χώρο εκπαίδευσης. Μια αντιπαραβολή προς τις άλλες γλώσσες καταδεικνύει την κοινή καταγωγή: school, Schule, école, scuola, escuela... Η γλώσσα μάς ενώνει, δεν χτίζει πάντα πύργους της Βαβέλ. Οι λέξεις εμπεριέχουν στα σπλάγχνα τους πολλές πληροφορίες, κουβαλούν πολλές φορές φορτίο αιώνων. Πόσο νεοελληνικές είναι οι λέξεις Γυμνάσιο και Λύκειο; Πολύ αλλά πολύ περισσότερο αρχαίες, καθώς γυμνάσιο ήταν ο χώρος εκγύμνασης στην αρχαιότητα. Μια εκγύμναση του πνεύματος, της ψυχής αλλά και του σώματος (πρέπει να) είναι και το σημερινό Γυμνάσιο. Το δε Λύκειο ανακαλεί το Λύκειο του Αριστοτέλη, που πήρε το όνομά του από τον Λύκειο Απόλλωνα και το ιερό που υπήρχε στην περιοχή. Ο Απόλλων είναι ο θεός της ποίησης, της μουσικής, των τεχνών και των γραμμάτων, του ευγενικού μεγαλείου, όπως θα έλεγε ο Winckelmann. Ένας ευγενής χώρος (θα έπρεπε να) είναι και το Λύκειο, ένας χώρος θεραπείας των τεχνών και των γραμμάτων.  

Η εκπαίδευση, θαρρώ, θα πρέπει να στοχεύει στην εκκόλαψη ανθρώπων μορφωμένων, μα πρωτίστως κριτικών. Οι πληροφορίες ξεχνιούνται γρήγορα, όχι όμως η στοχαστική ικανότητα. Η εκπαίδευση θα πρέπει να παρέχει μια ολόπλευρη εικόνα των πνευματικών, καλλιτεχνικών και επιστημονικών πραγμάτων, αλλά και να είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη ζωή και την κοινωνία. Καίτοι φιλόλογος, διερωτώμαι καμιά φορά τι ωραία που θα ήταν να μαθαίναμε στη Φυσική: πού οφείλεται το χρώμα του ουρανού; τα αστέρια είναι πλανήτες «πεθαμένοι»; Κι οι διάττοντες αστέρες; Εκείνο το ουράνιο τόξο πώς προκαλείται; Η βροχή; Το χιόνι; Ο αέρας τι ακριβώς είναι; Θα ήθελα, με άλλα λόγια, μια Φυσική πιο πρακτική, που δεν αγγίζει μόνο τα μη ορώμενα (π.χ. πρωτόνια, ηλεκτρόνια κλπ.), αλλά πρωτίστως τα ορώμενα και αισθητά. Μια Φυσική που θα έχει και μία φιλοσοφική θεώρηση, όπως ήταν εκ συστάσεως (βλ. Αριστοτέλης).  

Η εκπαίδευση θα πρέπει να δημιουργεί ανθρώπους ευτυχισμένους και ισορροπημένους. Η γνώση μπορεί να κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο; Ο Schopenhauer, ο μελαγχολικός αυτός φιλόσοφος, έλεγε ότι: η τέχνη είναι το μοναδικό ρήγμα στην οδύνη του ανθρώπου. Η τέχνη, η γνώση δεν κάνουν καλύτερο τον άνθρωπο μάλλον, δίνουν, όμως, ποιότητα στη ζωή του, τον παρηγορούν, του διανοίγουν διανοητικούς ορίζοντες, του προσφέρουν στιγμές απόλαυσης και ομορφιάς. Ο Freud ήδη από τα 1930 είχε πει ότι: σκοπός της ζωής των ανθρώπων φαίνεται πως είναι η ευτυχία. Για το τι είναι η ευτυχία (συναίσθημα, διάθεση ή βίωμα;, στόχος, πορεία ή ουτοπία;), για το τι την καθορίζει κ.ο.κ. έχει χυθεί πολύ μελάνι από τους κύκλους των επιστημόνων της ψυχής. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι υπό ποια μορφή θα μπορούσε να υποστασιοποιηθεί η ευτυχία στο σχολείο. Μα με τη δημιουργία υγιών φιλιών, με την ουσιαστική επικοινωνία μαθητών και εκπαιδευτικού, με τον ενθαρρυντικό λόγο από μέρους του εκπαιδευτικού, την ευγενική ανατροφοδότηση, με την αγάπη του ακόμα προς τους μαθητές του. Ο εκπαιδευτικός έχει πολλές οικογένειες, όχι μόνο μία. Η ευτυχία, όμως, θα μπορούσε να προσεγγιστεί και διά του φιλοσοφικού πεδίου. Τι είναι ευτυχία για τον Αριστοτέλη, φερ’ ειπείν; Η ενέργεια της ψυχής που ζει ενάρετα. Οι κατοπινοί φιλόσοφοι, οι επικούρειοι, οι στωικοί, οι ακαδημεικοί σκεπτικιστές, ακολουθώντας δικούς τους δρόμους έκαστος, δεν αναζητούσαν το πώς ο άνθρωπος θα φτάσει στην ευδαιμονία και στην αταραξία της ψυχής; Ίσως κάτι έχουν να μας διδάξουν και σήμερα. Αρκεί η διδαχή τους να προσφέρεται στους μαθητές, και μάλιστα ως τέτοια, ως διδαχή, όχι απλώς ως γνώση. 

Και μια σειρά από ερωτήματα... Πρέπει το σχολείο να καλλιεργεί τη φιλαναγνωσία ή μόνο να μεταδίδει γνώσεις (τι είπε, λ.χ., ο Θουκυδίδης ή ο Λυσίας); Πρέπει το σχολείο να δίνει στους μαθητές μια γεύση από την κατάσταση της επιστημονικής έρευνας τη δεδομένη χρονική στιγμή; Τι νέο ανακαλύφθηκε; Σε τι στάδιο βρίσκεται η Φιλολογία σήμερα; Ή είναι αρκετό να αναπαράγει σχόλια και παρατηρήσεις από βοηθήματα ή από τα βιβλία του καθηγητή; Πρέπει ο εκπαιδευτικός να ανοίγει το μάθημα προς τα ενδιαφέροντα των μαθητών ή να ακολουθεί σχολαστικά το σχολικό εγχειρίδιο; Πρέπει ο εκπαιδευτικός να κάνει το μάθημα πιο διαδραστικό, να ακούει τη φωνή των μαθητών ή μόνο να παραδίδει τη μία και αλάνθαστη γνώση;  Πρέπει το σχολείο να μυεί τους νέους στη σωστή χρήση του Διαδικτύου και των social media; Πρέπει το σχολείο να ευαισθητοποιεί σε σύγχρονα φλέγοντα ζητήματα ή να φέρνει τους νέους σε επαφή με την τέχνη; 

Το τέλειο, το απόλυτο δεν είναι ποτέ εφικτό. Μία απόλυτη στοχοθεσία είναι, όμως, απαραίτητη, για να βλέπει κάποιος προς τα πού πρέπει να βαδίσει και ποτέ να μην επαναπαύεται. 

Ο εκπαιδευτικός, στα μάτια μου τουλάχιστον, είναι διαμεσολαβητής και εκμαιευτής γνώσεως, είναι άνθρωπος στοχαστής και αέναος μαθητής των μαθητών του και των βιβλίων. Είναι ένα πνεύμα ακτινοβόλο, μα και ένας άνθρωπος ισορροπημένος. Ας μη λησμονούμε την αλήθεια που μας κληροδότησε ο Πλάτωνας: πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεταιΟ εκπαιδευτικός είναι πάνω από όλα μια δεξαμενή ερεθισμάτων. Είναι η γονιμοποιός δύναμη της σκέψεως των νεόφυτων βλαστών. Παιδεύει για να παιδέψει. Προσφέρει τη γνώση ως παιχνίδι και ως μέσο που δίνει νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Ξέρετε, τα αρχαία δεν σταματούν μόνο στο λύω, λύεις, λύει... Καλό το γράμμα - είναι και μια πνευματική άσκηση - αλλά πολύ ανώτερο είναι το πνεύμα των κειμένων. Ο εκπαιδευτικός πρέπει να είναι παράδειγμα ανθρώπου για τον μαθητή, να είναι γνήσιος και αληθινός. Ο εκπαιδευτικός πρέπει να έχει πάθος για αυτό που κάνει, ενθουσιασμό. Διερωτάται ο πρώτος συγγραφέας παιδαγωγικού συγγράμματος της ιστορίας, ο Ρωμαίος Κοϊντιλιανός (1ος αι. μ.Χ.): Αν ο δάσκαλος δεν διαθέτει ο ίδιος πρώτα πάθος προς το διδακτέον, πώς θα μεταδώσει αυτό το πάθος στους μαθητές;  

Στην εναρκτήρια διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δημοσιευμένη υπό τον τίτλο Φιλολογία και ζωή, ο Ι. Συκουτρής έλεγε ότι κορωνίδα της αποστολής ενός Φιλολόγου είναι το ανθρωπιστικό στάδιο, καθώς το αποκαλεί. Τι σημαίνει αυτό; Πως οφείλει να συνδέει το παρελθόν με το παρόν, να ανιχνεύει στα κείμενα το καθολικό και αιώνιο περιεχόμενο που κρύβουν. Η γνώση θα πρέπει να έχει κάποιον αντίκτυπο στο τώρα, κάποια σύνδεση με την πραγματικότητα, διαφορετικά καταλήγει απλώς ιστορική περιέργεια και έτσι ίσως απονοηματοδοτείται. Ο Φιλόλογος, όπως έλεγε ο τιτάνας της Φιλολογίας, Ulrich von Willamovitz, μοιάζει με τον ηθοποιό: δίνει αίμα από την καρδιά του και φωνή από τα στήθη του στις σκιές του παρελθόντος (και όχι μόνο). Τις ξαναζωντανεύει, τις αναπαριστά ανάγλυφες στους άλλους. 

Η αποστολή του εκπαιδευτικού είναι σπουδαία. Έτσι το νιώθω, έτσι το αισθάνομαι. Είναι γλυκιά εκείνη η ανάμνηση των λίγων συνήθως εκπαιδευτικών που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του καθενός. Έλεγε ο Πετράρχης: διψώ για γνώση και ας είναι ό,τι να ‘ναι. Δεν τον ενδιέφερε αν η μετάφραση του Ομήρου που θα διάβαζε ήταν πεζή και όχι ποιητική. Αυτήν τη δίψα για τη γνώση πρέπει να μεταδίδει ο εκπαιδευτικός προς τους μαθητές του. Και από εκεί και πέρα έχουν τη δικαιοδοσία οι μαθητές να την καλλιεργήσουν ή να την απορρίψουν στη μετέπειτα ζωή τους.  

Καθώς έλεγε ο Συκουτρής (Φιλολογία και ζωή), και είναι το έργον μας μία διακονία... 




Ένα αλλιώτικο Πάσχα...

Του Γαβριήλ Μπομπέτση


Πάσχα 2020, ένα αλλιώτικο Πάσχα. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

«ἀρχὴ σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Στην Ελληνική υπάρχουν διάφορες λέξεις σχετικές με το Πάσχα. Η μία έχει αναφερθεί ήδη, ενώ αμέσως συγγενικότερη της είναι η λέξη: Πασχαλιά. Και οι δύο προέρχονται από την εβραϊκή λέξη Pesáh, που σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Είναι λίγο πολύ γνωστό ότι γύρω στον 13ο αι., υπό την καθοδήγηση του Μωησή, ο ισραηλήτικος λαός διέβη με θαυματουργικό τρόπο την Ερυθρά θάλασσα, γλιτώνοντας από την καταδυνάστευση των Φαραώ. Την ανάμνηση αυτού του γεγονότος εορτάζουν μέχρι και σήμερα οι Εβραίοι στο δικό τους Πάσχα.

Άλλες λέξεις για το Πάσχα είναι η Λαμπρή και η Ανάσταση. Λαμπρή ονομάζεται φυσικά αυτή η ημέρα, επειδή είναι λαμπρή και ευφρόσυνη, επειδή είναι φωτεινή. «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν ᾋδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν». Η ημέρα αυτή, η σημαντικότερη για τη χριστιανοσύνη, είναι αρχή μιας «ἄλλης βιοτῆς», μιας ζωής που τέρμα της δεν είναι ο θάνατος, γιατί απέκτησε πλέον την προοπτική της αιωνιότητας. Ανάσταση ονομάζεται δε λόγω του γεγονότος που θυμόμαστε τη μέρη εκείνη. Παύει να συγκαταλέγεται ο Χριστός στο πλήθος των νεκρών και ανίσταται μετά την τριήμερη παραμονή του στον τάφο. «Τί ζητεῖτε τὸν Ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;», λέει ο Άγγελος στις μυροφόρες, που είχαν πάει στο μνήμα του Χριστού, να προσφέρουν μύρα κι αρώματα.

Και τώρα σχετικά με το φετινό Πάσχα... Οι πασχαλιές εδώ και κάποιες μέρες διαχέουν στον αέρα το μωβ τους μύρο. Κι οι παπαρούνες γονυκλινείς στα χέρσα και στους κάμπους ευφραίνουν με το άλικό τους χρώμα τις ψυχές. Η παράδοση τις θέλει να συμβολίζουν το αίμα του Χριστού, αν και η παπαρούνα ήταν στα αρχαία χρόνια συνδεδεμένη με τη λατρεία της θέας της φύσης, Δήμητρας. Χορεία από πασχαλίτσες χαϊδεύουν τη γη και συμπληρώνουν την ομορφιά του τοπίου.

Μπορούμε, άραγε, να τα δούμε φέτος αυτά ή μόνο τα φανταζόμαστε;

Κάποιες νοικοκυρές έφτιαξαν ήδη τα πασχαλιάτικα κουλούρια, αυτά που γεμίζουν με την ευωδία τους τον χώρο. Άλλες πάλι κατά το συνήθειο ετοιμάζονται να πλάσουν και τα εόρτια τσουρέκια. Τα αβγά παραδοσιακά βάφονται τη Μ. Πέμπτη. Το ωραίο αυτό έθιμο, με το τσούγκρισμα των αβγών, έχει τον εξής συμβολισμό. Όταν σπάει το τσόφλι του αβγού, βγαίνει το κλωσσόπουλο. Κατ' αναλογία το κλειστό αβγό συμβολίζει τον θάνατο, τον ερμητικά κλειστό τάφο του Χριστού, ενώ το σπασμένο αβγό την κατάργηση του θανάτου, τη ζωή. Για αυτό να μη στεναχωριέστε αν σπάει εύκολα το πασχαλιάτικο αβγό σας!

Φέτος είναι το Πάσχα των ματαιώσεων. Οι ακολουθίες θα γίνουν κεκλεισμένων των θυρών. Αυτό το κεκλεισμένων των θυρών θυμίζει πολύ την Κυριακή του Θωμά: «Μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ τῆς Ἐγέρσεώς σου Ἰησοῦ βασιλεῦ, μονογενὲς Λόγε τοῦ Πατρός, ὤφθης τοῖς Μαθηταῖς σου, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, τὴν εἰρήνην σου παρεχόμενος». Ίσως εκεί να είναι και από τις πρώτες (γλωσσικές) χρήσεις του. Ματαιώνεται φέτος το μαζί, το «ἀλλήλοις». Δείχνουμε υπακοή, για να μη θέσουμε τίποτα και κανέναν σε κίνδυνο.

Μόνο ένα πράγμα δεν μπορεί να ματαιωθεί. Αυτό που η πένα του ποιητή Παπατσώνη ονόμασε «εσωτερική λατρεία», ή άλλως ειπωμένο, πάλι από τον ποιητή, η κρούση της εντός του ανθρώπου καμπάνας, με αλαλαγμό, με ευφροσύνη, με φωτεινότητα και με διαύγεια.

«Ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα ήλιου./ [...] όλα τα κύτταρά [...] είναι λίμνες που αναδίνουνε φως», όπως έγραψε ένας έτερος ποιητής, ο Βρεττάκος. Η Ανάσταση είναι ημέρα φωτός και χαράς. «Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἱερουσαλήμ. ἡ γάρ δόξα Κυρίου, ἐπί σέ ἀνέτειλε», ακούγεται στην αναστάσιμη θεία Λειτουργία. Αυτό το φως, αυτή η χαρά είναι αναγκαίο να θερμαίνουν τις καρδιές  μας πολύ περισσότερο το εφετινό Πάσχα, το τόσο αλλιώτικο. «Με το φως της χαράς» που λέει και ο Σολωμός στον Λάμπρο («Η ημέρα της Λαμπρής»)...

Μπορεί οι μικροί να μην ανάψουν τις λαμπάδες των νονών τους, αλλά μπορούμε όλοι να κρατήσουμε αναμμένες τις λαμπάδες των ψυχών μας. Το ανέσπερο φως («Δεῦτε λάβετε φῶς, ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός») δεν θα διανεμηθεί από σπίτι σε σπίτι - απαγορεύθηκε γάρ -, αλλά μπορούμε να επιχειρήσουμε να το κάνουμε βίωμα.

 «Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος/ να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος/ λίγο φαΐ λίγο κρασί/ Χριστούγεννα κι Ανάσταση», γράφει απλά και μεστά ο Ελύτης. Μα παρακάτω υπάρχει και αυτός ο στίχος: «Μα ήρθαν αλλιώς τα πράματα». Δεν πειράζει... Με υπομονή και ελπίδα θα γίνει παρελθόν και η παρούσα κατάσταση. 

Καλή Ανάσταση λοιπόν! Καλό Πάσχα! Το ιδιαίτερο αυτό Πάσχα του 2020...


Ο Νίτσε για τη Φιλολογία και τους θεράποντές της


Του Γαβριήλ Μπομπέτση



Friedrich NietzscheΓια τη φιλολογία, Θέσεις και αφορισμοί, Επιλογή κειμένων-Μετάφραση-Επιλεγόμενα:Βασίλειος Βερτουδάκης, Περισπωμένη, Αθήνα, 2019 

Λίγο πριν το 2019 παραχωρήσει τη θέση του στον νέο ενιαυτό κυκλοφόρησε το εν λόγω βιβλίο του καθηγητή του Ε.Κ.Π.Α. Β. Βερτουδάκη, από τις εκδόσεις Περισπωμένη. Ο συγγραφέας είναι γερμανοτραφής, με μεταπτυχιακές σπουδές κλασικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Μα πάνω από όλα είναι γερμανολάτρης. Είναι χαραγμένη στα συρτάρια του νου μου η εικόνα του στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα να διαλαλεί, με τα χέρια αναπεπταμένα, εν μέσω φιλολογικού οίστρου: «Οι Γερμανοί...!».  

Ο συγγραφέας αποθησαύρισε από το σύνολο του έργου του Νίτσε απόψεις για τη Φιλολογία και τους φιλολόγους. Όπου ο αναγνώστης βλέπει Φιλολογία, θα πρέπει να διαβάζει κατ’ εξοχήν Κλασική Φιλολογία. Ο Γερμανός στοχαστής, να σημειωθεί, δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον για τους Έλληνες και όχι τόσο για τους Ρωμαίους, πράγμα που εναρμονίζεται με το ελληνολατρικό ρεύμα που είχε δημιουργηθεί στα χρόνια του στη Γερμανία, αρχής γενομένης από τον Winckelmann (1717 – 1768) και τα περί «ήρεμου μεγαλείου και ευγενικής απλότητας» των αρχαίων ελληνικών αγαλμάτων. 

Ο Νίτσε είναι γνωστός στο ευρύ κοινό ως φιλόσοφος· λίγοι είναι, ωστόσο, εκείνοι που γνωρίζουν ότι υπήρξε επίσης ποιητής και φιλόλογος. Μάλιστα ξεκίνησε την πορεία του ως καθηγητής κλασικής Φιλολογίας στη Βασιλεία (1869-1879), με πλήθος αμιγώς φιλολογικών δημοσιευμάτων αλλά και διαλέξεων. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα είχαν να κάνουν κυρίως με τον Όμηρο, τον λυρικό Θέογνη, τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, τους τραγικούς, τους ρήτορες όπως και με τον Διογένη τον Λαέρτιο. Ναι, ο Νίτσε που αργότερα έδωσε τη μνημειώδη διατύπωση, αντιστρέφοντας μια ρήση του στωικού Σενέκα: «Philosophia facta est quae philologia fuit» (= Ό,τι ήταν Φιλολογία, τώρα έχει γίνει Φιλοσοφία). Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως ο Νίτσε ουδέποτε εγκατέλειψε τη φιλολογία, πρώτον γιατί σε όλη τη νοητικά διαυγή του πορεία, έως το 1888 δηλαδή, φαίνονται σποραδικά στα έργα του οι φιλολογικές του καταβολές. Μάλιστα στο Λυκόφως των ειδώλων (Götzen-Dämmerung), του ιδίου έτους, ο Νίτσε τιτλοφορεί το τελευταίο του κεφάλαιο: «Τι οφείλω στους αρχαίους;». Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Ο Βερτουδάκης το πάει ένα βήμα παραπέρα και διατείνεται πως «η φιλοσοφία ήταν εξέλιξη της φιλολογίας του» (σ. 102).

Για να γίνει αυτό αντιληπτό, θα πρέπει να εξετάσουμε τι ήταν - κατά Νίτσε - η Φιλολογία. Η Φιλολογία είναι, σύμφωνα με τον Γερμανό στοχαστή, Επιστήμη, στο βαθμό που διερευνά τη γλώσσα, Ιστορία, στο βαθμό που προσπαθεί να κατανοήσει πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος, είναι, όμως, και Αισθητική, διότι εμπεριέχει και το καλλιτεχνικό στοιχείο. Αν αφαιρέσεις από τον φιλόλογο το σκίρτημα που νιώθει απέναντι στο ωραίο κείμενο, η Φιλολογία πεθαίνει κατά το ήμισυ. Η Φιλολογία εκ συστάσεως, κατά τον φιλόσοφο, έχει και πρακτική αποστολή, που είναι το διδακτικό της έργο, η μεταλαμπάδευση των κεκτημένων της ως επιστήμης.   

Ο Νίτσε αντιδρά σθεναρά στον ιστορισμό που διέπνεε τον γερμανικό 19ο αιώνα, στην τάση, δηλαδή, να εξετάζονται κείμενα, πρόσωπα και γεγονότα μόνο στα ιστορικά τους συμφραζόμενα, χωρίς σύνδεση με το παρόν. Αντιστέκεται, λοιπόν, στην καταλεπτολόγηση των κειμένων, στη σχολαστικότητα, στη Wortphilologie (φορμαλιστική Φιλολογία), στην Quellenforschung (εμμονική αναζήτηση των πηγών από όπου έχουν αντλήσει οι συγγραφείς) κ.λπ. Θέλει τη Φιλολογία να αποκτά μία φιλοσοφική θεώρηση, να αντιμετωπίζει την αρχαιότητα ως Όλον, όχι κατακερματισμένη, σε άμεση επίσης συνάρτηση με το παρόν. Είναι αρκετά γνωστή η διατύπωση του φιλοσόφου στο αποσπασματικό Εμείς οι φιλόλογοι (Wir Philologen): «το υλικό [της Φιλολογίας] θα εξαντληθεί. Αυτό που δεν πρόκειται να εξαντληθεί είναι η διαρκώς νέα προσαρμογή κάθε εποχής στην Αρχαιότητα, η αναμέτρησή της με αυτήν» (σ. 21). 

«Η Φιλολογία, όπως έχει πει σε συνέντευξη του ο εν Σορβόννη λατινιστής A. Grandazzi, δεν είναι παρά η Αρχαιολογία των κειμένων. Και η Αρχαιολογία δεν είναι παρά η Φιλολογία της πέτρας και του μαρμάρου». Οι φιλόλογοι που καλούνται να «αρχαιολογήσουν» τα κείμενα οφείλουν, κατά Νίτσε, να έχουν βιώματα. Το βίωμα είναι απαραίτητο, στη συλλογιστική του, για να κατανοηθεί η αρχαιότητα και αντιστρόφως η κατανόηση της αρχαιότητας είναι αναγκαία για να ερμηνευθεί το παρόν. Η αρχαιότητα πρέπει να ασκεί επίδραση στο εδώ και τώρα, διαφορετικά καταλήγει σαν «μια μυρωδιά μούχλας» (σ. 63). Την αρχαιότητα, σημειωτέον, δεν θα πρέπει, κατά τον φιλόσοφο, να την εξιδανικεύουμε, η αρχαιότητα είναι αυτό που ήταν, με τις χρυσές και τις μελανές πτυχές της.  

Ο φιλόλογος θα πρέπει να είναι, επίσης, ολκής, μανιακός εραστής της επιστήμης του, αφοσιωμένος σε αυτήν ψυχή τε και σώματι. Τέτοιοι φιλόλογοι ισχυρίζεται πως σπανίζουν ήδη στην εποχή του. Θεωρεί πως οι 99 στους 100 φιλολόγους δεν κάνουν για φιλόλογοι, διότι δεν ξέρουν να προσεγγίζουν την ελληνική αρχαιότητα μετά λατρείας, ως κάτι το ιερό και το υψηλό. Έθεσε ψηλά τον πήχη για το σινάφι μας. 

Πώς πρέπει να διαβάζει κανείς τα κείμενα; Lento, προτείνει ο Γερμανός στοχαστής, δηλαδή, η ανάγνωση θα πρέπει να είναι αργή και προσεκτική, εις βάθος, μπρος και πίσω. Το είδος αυτό της ανάγνωσης φαίνεται να έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τη σημερινή εποχή, την εποχή της ταχύτητας, της ανυπομονησίας και της οθόνης. 

Ο Βερτουδάκης είναι ένας αρτίστας του λόγου, ένας λόγιος και βαθιά πεπαιδευμένος. Αυτό διακρίνεται κυρίως στα Επιλεγόμενα του βιβλίου. Η έκδοση είναι δίγλωσση. Υπάρχουν 22 αποσπάσματα για τη Φιλολογία και τους θεράποντές της, αντικριστά το γερμανικό πρωτότυπο με την ελληνική μετάφραση. Σύντομες σημειώσεις λειτουργούν διευκρινιστικά προς ορισμένα σημεία των αποσπασμάτων. Το βιβλίο είναι σχετικά σύντομο και διαβάζεται γρήγορα. Είναι απαύγασμα της αγάπης του συγγραφέα για τους Γερμανούς, και για τον Νίτσε ιδιαιτέρως. Ευτυχώς για μας, για να γνωρίσουμε τι άποψη είχε ο Γερμανός στοχαστής για τη Φιλολογία και τους φιλολόγους, μέσα από αυτήν τη σταχυολόγηση που γίνεται για πρώτη φορά στη Διεθνή Βιβλιογραφία (βλ. Πρόλογο, σ. 11).

Ο Βερτουδάκης είναι ένας φιλόλογος που διατρανώνει και μέσα από το παρόν του πόνημα ότι η Φιλολογία είναι επιστήμη με διάσταση συγχρονική και συνάμα διαχρονική. Το παρελθόν δεν είναι μουσειακό είδος, λαμβάνει αξία μόνο όταν μεταλαμβάνει στα νάματα του παρόντος, άποψη του ιδίου του Νίτσε άλλωστε.