Skip to main content
Υποψήφιοι για το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας - Bιογραφίας - Χρονικού - Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας: 1. Κάρολος Βράτιτς, Από τη χαραμάδα. 1937-1945, μια ασπρόμαυρη εποχή περνά μέσα από δυο ορθάνοιχτα παιδικά μάτια, εκδόσεις PUBBUH 2. Άννα... more
Υποψήφιοι για το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας - Bιογραφίας - Χρονικού - Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας:

1. Κάρολος Βράτιτς, Από τη χαραμάδα. 1937-1945, μια ασπρόμαυρη εποχή περνά μέσα από δυο ορθάνοιχτα παιδικά μάτια,  εκδόσεις PUBBUH

2. Άννα Μαραγκού, Περπατώντας στην άκρη της γης μας, εκδόσεις Το Ροδακιό

3. Ιωσήφ Α. Μεβοράχ, Οι Εβραίοι στη Μέκκα του καπνού, εκδόσεις Γαβριηλίδης

4. Απόστολος Μπογιατζής (μεταγραφή, επιστημονική επιμέλεια, επιλεγόμενα: Βασίλης Α. Μπογιατζής), Μακρονήσι. Το βιβλίο που ήθελα ν' αφήσω, εκδόσεις Πληθώρα     

5. Στέλιος Νέστωρ, Το συναξάρι μου, εκδόσεις Πατάκη

6. Κωνσταντίνος Πουλής, Απ' το αλέτρι στο smartphone. Συζητήσεις με τον πατέρα μου, εκδόσεις Μελάνι

7. Λύντια Τρίχα, Σπυρίδων: ο άλλος Τρικούπης (1788-1873), εκδόσεις Πόλις

8. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ο διάλογος Γιώργου Σεφέρη - Ευάγγελου Αβέρωφ: Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, εκδόσεις Πατάκη
Research Interests:
[το οπισθόφυλλο του βιβλίου] Κάθε στιγμή του βίου του Απόστολου Μπογιατζή (1910, Τρίγλια Βιθυνίας, Μικρά Ασία – 2004, Ραφήνα) συνδέθηκε αναπόσπαστα με τις μεγάλες ιδεολογίες, τους φορείς τους, καθώς και τα δραματικά συμβάντα του 20ού... more
[το οπισθόφυλλο του βιβλίου]
Κάθε στιγμή του βίου του Απόστολου Μπογιατζή (1910, Τρίγλια Βιθυνίας, Μικρά Ασία – 2004, Ραφήνα) συνδέθηκε αναπόσπαστα με τις μεγάλες ιδεολογίες, τους φορείς τους, καθώς και τα δραματικά συμβάντα του 20ού αιώνα: τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την εμπειρία της προσφυγιάς, τις δικτατορίες του Μεσοπολέμου, τη συγκρότηση του εργατικού κινήματος, το Αλβανικό Μέτωπο, την Κατοχή και την Εθνική Αντίσταση, τον Εμφύλιο, το πολυετές απάνθρωπο μαρτύριο στη Μακρόνησο, το μετεμφυλιακό κράτος της ημιελευθερίας, τη Χούντα των Συνταγματαρχών, τη Μεταπολίτευση.

Ο ίδιος υπήρξε ταπεινός πρωταγωνιστής και αυτόπτης μάρτυρας κομβικών ιστορικών γεγονότων. Με την ντομπροσύνη, τη γενναιότητα και την ευστροφία του αποτέλεσε και αποτελεί υπόδειγμα για το ότι η διαρκής κατάφαση στη χαρά της ζωής συνιστά τη μόνη αληθινά επαναστατική πράξη και αξιοβίωτη στάση.

Η μαρτυρία του Απόστολου Μπογιατζή για το κολαστήριο της Μακρονήσου, καθώς και για την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης, γραμμένη κατά τη δεκαετία του 1980, συνιστά πανανθρώπινης σημασίας κληροδότημα. Η γραφή του, λιτή, υπαρξιακή, προφορική, οξυδερκής, συγκλονίζει. Μέλημά του, η διαφύλαξη της μνήμης, η καταγραφή και ανάδειξη όχι τόσο του προσωπικού του μαρτυρίου, αλλά των βασανιστηρίων των συντρόφων και συγκρατούμενών του. Οι εμβόλιμες μικροκοινωνιολογικές και ψυχολογικές παρατηρήσεις του για το Σύμπαν του στρατοπέδου και τη μετακατοχική Ελλάδα εκπλήσσουν. Ακριβώς διότι προέρχονται από έναν γνήσια λαϊκό άνθρωπο, αλλά είναι εφάμιλλες των αντίστοιχων κειμένων κορυφαίων διανοουμένων που επέζησαν του Ολοκαυτώματος, όπως ο Primo Levi ή ο Jean Améry, καθώς και της παράδοσης των testimonio στη Λατινική Αμερική.

Ο γιος του Απόστολου, Βασίλης, μετέγραψε, υπομνημάτισε και επιμελήθηκε υποδειγματικά τη χειρόγραφη μαρτυρία. Το έπραξε με αγάπη και σεβασμό στη μνήμη του πατέρα του, αλλά και με σπάνια επιστημονική αρτιότητα. Στα επιλεγόμενα του βιβλίου ο Βασίλης Μπογιατζής αναπλάθει το σύνολο της συγκλονιστικής ζωής του Απόστολου και, επιπλέον, χρησιμοποιώντας την πρόσφατη διεθνή βιβλιογραφία, ανασυγκροτεί το ιστορικό, πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτή βιώθηκε. Επιπρόσθετα, συμβάλλει στην επιστημονική έρευνα, τοποθετώντας τη Μακρόνησο στο ευρύτερο αναλυτικό πεδίο των στρατοπέδων συγκέντρωσης, βασανισμού ή εξόντωσης που σφράγισαν τον 20ό αιώνα.
Ο Αλέξανδρος Δελμούζος αποτελεί ηγετική φυσιογνωμία του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, εξέχον μέλος της δημοτικιστικής «τριανδρίας», μαζί με τους Δημήτρη Γληνό και Μανώλη Τριανταφυλλίδη. Το ζήτημα της δημοτικής γλώσσας και της θεσμικής... more
Ο Αλέξανδρος Δελμούζος αποτελεί ηγετική φυσιογνωμία του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, εξέχον μέλος της δημοτικιστικής «τριανδρίας», μαζί με τους Δημήτρη Γληνό και Μανώλη Τριανταφυλλίδη.


Το ζήτημα της δημοτικής γλώσσας και της θεσμικής της κατοχύρωσης στο ελληνικό σχολείο συνδέθηκε εκ των πραγμάτων αναπόσπαστα με όλα τα μείζονα ιστορικά διακυβεύματα: το περιεχόμενο της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, το ζήτημα του εκσυγχρονισμού, την τεχνολογική/επιστημονική ανάπτυξη, την κοι-νωνικοπολιτική ανασυγκρότηση, τον ιδεολογικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους, ιδίως μετά από την κατάρρευση της «Μεγάλης Ιδέας», την αναμέτρηση με τις ιδέες της Αριστεράς.

Μέσα από ποιο ιδεολογικό και κοσμοθεωρητικό πρίσμα προσέγγισε ο Αλέ-ξανδρος Δελμούζος αυτά τα ζητήματα; Πώς επιχείρησε να ορίσει την έννοια του έθνους; Με ποιο τρόπο οικειοποιήθηκε το αίτημα του εκσυγχρονισμού; Πόσο βά-ρυνε στη σκέψη του η γερμανικής προέλευσης διάκριση μεταξύ Kultur και Zivilisation; Η ιδεολογική του σκλήρυνση κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και με αφορμή τις εσωτερικές συγκρούσεις και τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου συνιστούσε συντηρητική αναδίπλωση ή συνέχεια σταθερών ιδεολογικών ροπών και τάσεων; Ποιο όριο έθετε στις «ξένες» επιρροές επί των γηγενών αντιλήψεων και πού εντόπιζε την ελληνική «αυθεντικότητα»; Ποιο ήταν, εν τέλει, το «ιερό καταφύγιο» που αναζητούσε ως μόνη σταθερή πηγή νοήματος στον ρευστό και αβέ-βαιο κόσμο της νεωτερικότητας;

Η ανά χείρας μελέτη επιχειρεί να απαντήσει στα προαναφερθέντα ερωτήματα τοποθετώντας την περίπτωση του Αλέξανδρου Δελμούζου στα ευρύτερα ευρωπαϊκά και ελληνικά της συμφραζόμενα. Διαφοροποιούμενη σε ικανό βαθμό από την υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία, υπογραμμίζει τον βασικά συντηρητικό και εθνικιστικό προσανατολισμό του Δελμούζου. Στην ιδεολογική του ταυτότητα ο ριζοτομικός φιλελευθερισμός και πολύ περισσότερο ο σοσιαλισμός αποτέλεσαν μόνο παρεμπίπτοντα στοιχεία, «σημαίες ευκαιρίας» ή πηγές έμπνευσης. Ταυτόχρονα, η μελέτη αυτή χρησιμοποιεί την περίπτωση Δελμούζου ως πρίσμα για την προσέγγιση της σύγχρονής του ελληνικής διανόησης –Γληνός, Θεοτοκάς, Κανελλόπουλος μεταξύ άλλων– σε μια προσπάθεια να συνεισφέρει στην κατανόηση των παραγόντων που παρεμπόδισαν στην ελληνική περίπτωση τη σύζευξη τύπου και ουσίας στην ιδεολογία του πολιτικού φιλελευθερισμού διασφαλίζοντας, στον αντίποδα, μέσω της ελληνολατρίας την ηγεμονία του εθνικιστικού συντηρητισμού.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους στοχαστές, με κριτήρια όχι εγχώρια, αλλά διεθνή. Μας παρέδωσε, προς μελέτη και αναστοχασμό, ένα πολύτομο έργο, τόσο δικό του, δηλαδή πρωτότυπο, όσο και μεταφραστικό. Ο... more
Ο Παναγιώτης Κονδύλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους στοχαστές, με κριτήρια όχι εγχώρια, αλλά διεθνή. Μας παρέδωσε, προς μελέτη και αναστοχασμό, ένα πολύτομο έργο, τόσο δικό του, δηλαδή πρωτότυπο, όσο και μεταφραστικό. Ο Παναγιώτης Κονδύλης χαρακτηριζόταν από την εναντίωσή του στις βεβαιότητες. Προσπαθούσε να δει ο ίδιος, και να δείξει σε όλους εμάς, τις σκιές των πολύ φωτεινών πραγμάτων, των μεγάλων ιδεών για ελευθερία, για δικαιοσύνη, νια ισότητα, για διάλογο κ.λπ. Όμως, ακόμη και οι μεγάλες ιδέες, όπως όλα τα ανθρώπινα πράγματα, έχουν κι αυτές τις "σκιές" τους.
Ο παρών τόμος περιέχει τα κείμενα των τεσσάρων εισηγήσεων που παρουσιάστηκαν σε εκδήλωση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Νικολάου και Ελένης Πορφυρογένη, το 2015, στην Αγριά Βόλου.
Οι εισηγήσεις των Παναγιώτη Νούτσου και Μιχάλη Παπανικολάου αποβλέπουν στο να μας βοηθήσουν να προσεγγίσουμε μέρος, τουλάχιστον, του πολυσχιδούς φιλοσοφικού έργου του Παναγιώτη Κονδύλη. Από την άλλη, οι Βασίλης Α. Μπογιατζής και Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος πραγματεύονται θέματα που εντάσσονται στην ιστορία των ιδεών, όσον αφορά τις απόψεις του Κονδύλη για τον σύγχρονο ελληνισμό, στην πρώτη περίπτωση, αλλά και την πολύπλευρη συνάφεια του έργου του με ερευνητικά πεδία της διεθνούς πολιτικής, στη δεύτερη περίπτωση.
Αναδεικνύονται, έτσι, μέσα από τα τέσσερα αυτά κείμενα, κάποιες από τις βασικές πτυχές της σκέψης του οξυδερκούς αυτού "παρατηρητή των ανθρωπίνων πραγμάτων", όπως άρεσε στον Παναγιώτη Κονδύλη να αυτοπροσδιορίζεται. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Research Interests:
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: "[...] Αν η πορεία της γερμανικής ιστορίας στη νεωτερικότητα καθόρισε τις τύχες της ευρωπαϊκής ηπείρου στον 20ό αιώνα, η απροκατάληπτη μελέτη της αποτελεί επίκαιρο αίτημα και αναγκαία συνθήκη στον 21ο. Το... more
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
"[...] Αν η πορεία της γερμανικής ιστορίας στη νεωτερικότητα καθόρισε τις τύχες της ευρωπαϊκής ηπείρου στον 20ό αιώνα, η απροκατάληπτη μελέτη της αποτελεί επίκαιρο αίτημα και αναγκαία συνθήκη στον 21ο. Το αίτημα αυτό γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρο σε μια συγκυρία κατά την οποία στη σημερινή γερμανική πολυπλοκότητα, από τη νεοφιλελεύθερη οικονομική ηγεμονία της χώρας μέχρι την αυτοκριτική για τη ναζιστική περίοδο και την πλέον προχωρημένη «ευρωπαϊκή» αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, αντιπαρατίθεται από διάφορες πλευρές ένας λόγος που πλειοδοτεί σε όρους αναχρονισμού, προσφυγής σε οντολογικές κατηγορίες, επίκλησης του εθνικοσοσιαλιστικού παρελθόντος. Ο ανά χείρας τόμος επιχειρεί να συμβάλει στην υπενθύμιση των αντινομιών της σύγχρονης Γερμανίας εξετάζοντας τρεις διακριτές ιστορικές πτυχές που καλύπτουν ένα συνεχές δύο αιώνων, από το 1806 ως το 1945. Η αντιφατική πρόσληψη της νεωτερικότητας και των δεινών της ως σημαίνουσας συνιστώσας του γερμανικού εθνικισμού και της εθνικής ενοποίησης προβάλλει ανάγλυφα στο έργο μειζόνων ονομάτων της γερμανικής διανόησης της περιόδου υπογραμμίζοντας το περιεχόμενο της κρίσιμης αντιπαραβολής «κουλτούρας» και «πολιτισμού» στο στοχασμό της. Η πολιτική κρίση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης οφείλει να κατανοηθεί όχι ουσιοκρατικά, αλλά στο πλαίσιο της διερεύνησης της διαπλοκής της με τη σκέψη και την κουλτούρα μιας περιόδου πολλαπλής και πολύμορφης νεωτερικότητας με ανοιχτό ιστορικό ορίζοντα. Τέλος, η τεθλασμένη πορεία της διαδικασίας σύλληψης και σχεδιασμού του ναζιστικού Ολοκαυτώματος προϋποθέτει την πρόσδεση της ευγονικής «επιστήμης» στο άρμα του εθνικοσοσιαλισμού που παρήγαγε θεσμικές ιεραρχίες επινόησης βέλτιστων τεχνολογιών εξόντωσης [...]"
Η παρούσα μελέτη αποπειράται μια περιήγηση σε ορισμένες πλην όμως παραδειγματικές όψεις του στρατοπεδικού εγκλεισμού στη διάρκεια του 20ού αιώνα: τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, καταναγκαστικής εργασίας και εξόντωσης, τα σοβιετικά... more
Η παρούσα μελέτη αποπειράται μια περιήγηση σε ορισμένες πλην όμως παραδειγματικές όψεις του στρατοπεδικού εγκλεισμού στη διάρκεια του 20ού αιώνα: τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, καταναγκαστικής εργασίας και εξόντωσης, τα σοβιετικά γκουλάγκ και το ελληνικό Μακρονήσι. Αφού γίνει συνοπτική αναφορά στο ιστορικό των εν λόγω θεσμών απανθρωποποίησης (ιδίως στην περίπτωση των ναζιστικών κρεματορίων, που υπήρξε συνειδητή και προμελετημένη), το ενδιαφέρον εστιάζεται στο πώς τους προσέλαβαν συγκεκριμένοι μάρτυρες που βίωσαν τις πρακτικές και τις συνθήκες της μακράς νύχτας των στρατοπέδων στη διάρκεια του 20ού αιώνα  ή στοχάστηκαν πάνω σε αυτές: ο Jean Améry, ο Βασίλι Γκρόσμαν, ο Απόστολος Μπογιατζής. Έμφαση, με επίγνωση των διαφορών, δίδεται στις ομοιότητες: τη λαχτάρα για ζωή που «γραπώνεται» από τις λεπτομέρειες, τη σκέψη και τα όριά της, την κοπιώδη προσπάθεια διαφύλαξης της ανθρωπιάς και της ατομικής αξιοπρέπειας. Είναι, ίσως, αυτά τα κοινά στοιχεία στην εμπειρία του στρατοπεδικού εγκλεισμού που παρακίνησαν τον David Rousset, τη Germaine Tillion, τη Margarete Buber-Neumann –πρώην έγκλειστοι οι ίδιοι– να δεσμευτούν έμπρακτα στην υπόθεση της μνήμης, αλλά και της κατάργησης των στρατοπέδων. Η μελέτη ολοκληρώνεται με την ανάδειξη όψεων του σκεπτικού και της δράσης τους.
Κάθε φορά που συγκεκριμένες συνθήκες βιώνονται ως «κρίση» –οικονομική κρίση, άνοδος πολιτικών σχηματισμών της Άκρας Δεξιάς, εκτεταμένη κοινωνική δυσφορία– επιστρέφει στον δημόσιο λόγο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933) και η δήθεν... more
Κάθε φορά που συγκεκριμένες συνθήκες βιώνονται ως «κρίση» –οικονομική κρίση, άνοδος πολιτικών σχηματισμών της Άκρας Δεξιάς, εκτεταμένη κοινωνική δυσφορία– επιστρέφει στον δημόσιο λόγο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933) και η δήθεν «μοιραία αποτυχία» της. Τα φαντάσματά της επανέρχονται, η –κάποιες φορές νοσηρή– γοητεία της ενασχόλησης με τα τελευταία χρόνια της εντείνεται, εικόνες καμαρωτών Ναζί να παρελαύνουν εμποδίζουν τη νηφάλια ανάλυση, τα στερεότυπα για αυτήν επαναλαμβάνονται μηχανικά: «δημοκρατία χωρίς δημοκράτες», «καταδικασμένη εξ αρχής» λόγω της διαφθοράς της, του εγγενούς στο Σύνταγμά της ολοκληρωτισμού, των συνεχειών της με το αυτοκρατορικό Ράιχ (Kaiserreich). εν τέλει, μια επίπλαστη δημοκρατία.
Οι αφηγήσεις της «αποτυχίας», οι οποίες ανεπίγνωστα, ορισμένες φορές, αναπαράγουν τη χιτλερική κριτική, μοιράζονται ένα κοινό σκεπτικό. Κατ’ αρχάς, προσεγγίζουν τις εξελίξεις των ετών 1918-1933 με αποκλειστικό γνώμονα την κατάρρευση του 1933 και τα τραγικά επακόλουθα. Στη συνέχεια, αναζητούν αναδρομικά να εντοπίσουν ό, τι προανήγγειλε εκείνο που δήθεν αναπόφευκτα θα συνέβαινε. Τι συμβαίνει όμως, όταν αντιστρέψουμε την οπτική; Όταν αφετηρία είναι η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, όπου κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια –ούτε καν μετά τις εκλογές του 1928 και το πενιχρό ποσοστό των Ναζί– αυτά που επακολούθησαν; Όταν η Βαϊμάρη προσεγγίζεται με τους δικούς της όρους και όχι μέσω της εκ των υστέρων και επιλεκτικής πρόσληψης συγκεκριμένων όψεών της; Μήπως τότε αναδεικνύεται η πολυδιάστατη νεωτερικότητα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης όπου η κατάρρευση ήταν ένα από τα ιστορικά ενδεχόμενα, κι όπου χρειάζεται να διερευνηθούν όχι μόνο αδυναμίες, αλλά θετικές δυνατότητες και πραγματικότητες; Μήπως τελικά η Βαϊμάρη διαθέτει στοιχεία που και σήμερα ακόμη συντροφεύουν και εμπνέουν;
Research Interests:
The “Asia Minor Catastrophe” cast its heavy shadow over Greek interwar era developments in two fundamental ways: first, there was the terror of the ideological void after the bankruptcy of the Hellenic “Great Idea” due to the military... more
The “Asia Minor Catastrophe” cast its heavy shadow over Greek interwar era
developments in two fundamental ways: first, there was the terror of the ideological
void after the bankruptcy of the Hellenic “Great Idea” due to the military defeat in
Asia Minor; and second, the physical arrival in Greece of an almost 1,500,000 refugee
population after their expulsion from Turkey. This paper argues that against this
background, the issues of national reconstruction and a new cultural orientation for
the Greek nation were strongly connected. Moreover, it argues that various projects
and discourses emerged in search of the new Great Ideas that would successfully
replace the irrevocably lost one. They had as a common denominator the “modernist
ethos” of a “new beginning” which was necessary for the nation’s and society’s
regeneration to be achieved. Thus, in exploring these projects, it attempts to identify
their convergences, their mutual exclusions, as well as their cultural, ideological and
political imprints.
Κάθε φορά που συγκεκριμένες συνθήκες βιώνονται ως «κρίση» –οικονομική κρίση, άνοδος πολιτικών σχηματισμών της Άκρας Δεξιάς, εκτεταμένη κοινωνική δυσφορία– επιστρέφει στον δημόσιο λόγο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933) και η δήθεν... more
Κάθε φορά που συγκεκριμένες συνθήκες βιώνονται ως «κρίση» –οικονομική κρίση, άνοδος πολιτικών σχηματισμών της Άκρας Δεξιάς, εκτεταμένη κοινωνική δυσφορία– επιστρέφει στον δημόσιο λόγο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933) και η δήθεν «μοιραία αποτυχία» της. Τα φαντάσματά της επανέρχονται, η –κάποιες φορές νοσηρή– γοητεία της ενασχόλησης με τα τελευταία χρόνια της εντείνεται, εικόνες καμαρωτών Ναζί να παρελαύνουν εμποδίζουν τη νηφάλια ανάλυση, τα στερεότυπα για αυτήν επαναλαμβάνονται μηχανικά: «δημοκρατία χωρίς δημοκράτες», «καταδικασμένη εξ αρχής» λόγω της διαφθοράς της, του εγγενούς στο Σύνταγμά της ολοκληρωτισμού, των συνεχειών της με το αυτοκρατορικό Ράιχ (Kaiserreich). εν τέλει, μια επίπλαστη δημοκρατία.
Οι αφηγήσεις της «αποτυχίας», οι οποίες ανεπίγνωστα, ορισμένες φορές, αναπαράγουν τη χιτλερική κριτική, μοιράζονται ένα κοινό σκεπτικό. Κατ’ αρχάς, προσεγγίζουν τις εξελίξεις των ετών 1918-1933 με αποκλειστικό γνώμονα την κατάρρευση του 1933 και τα τραγικά επακόλουθα. Στη συνέχεια, αναζητούν αναδρομικά να εντοπίσουν ό, τι προανήγγειλε εκείνο που δήθεν αναπόφευκτα θα συνέβαινε. Τι συμβαίνει όμως, όταν αντιστρέψουμε την οπτική; Όταν αφετηρία είναι η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, όπου κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια –ούτε καν μετά τις εκλογές του 1928 και το πενιχρό ποσοστό των Ναζί– αυτά που επακολούθησαν; Όταν η Βαϊμάρη προσεγγίζεται με τους δικούς της όρους και όχι μέσω της εκ των υστέρων και επιλεκτικής πρόσληψης συγκεκριμένων όψεών της; Μήπως τότε αναδεικνύεται η πολυδιάστατη νεωτερικότητα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης όπου η κατάρρευση ήταν ένα από τα ιστορικά ενδεχόμενα, κι όπου χρειάζεται να διερευνηθούν όχι μόνο αδυναμίες, αλλά θετικές δυνατότητες και πραγματικότητες; Μήπως τελικά η Βαϊμάρη διαθέτει στοιχεία που και σήμερα ακόμη συντροφεύουν και εμπνέουν;
Research Interests:
Wie lernten führende griechische Intellektuelle, Politiker und Ingenieure die deutschen Mandarine kennen? Durch welche Elemente der Denkweise der Mandarine wurden sie angeregt? Wie waren diese Elemente – ob kreativ interpretiert oder... more
Wie lernten führende griechische Intellektuelle, Politiker und Ingenieure die deutschen Mandarine kennen? Durch welche Elemente der Denkweise der Mandarine wurden sie angeregt? Wie waren diese Elemente – ob kreativ interpretiert oder überinterpretiert – mit dem griechischen Denken über den staatlichen/gesellschaftlichen Wiederaufbau und die neue kulturelle Orientierung Griechenlands nach der sogenannten Kleinasiatischen Katastrophe verbunden?
Πώς κορυφαίοι έλληνες διανοούμενοι, πολιτικοί και μηχανικοί «συναντήθηκαν» με τους γερμανούς μανδαρίνους; Ποια στοιχεία της σκέψης των μανδαρίνων τούς προσείλκυσαν; Πώς αυτά τα στοιχεία –είτε ερμηνεύτηκαν δημιουργικά είτε... more
Πώς κορυφαίοι έλληνες διανοούμενοι, πολιτικοί και μηχανικοί «συναντήθηκαν» με τους γερμανούς μανδαρίνους; Ποια στοιχεία της σκέψης των μανδαρίνων τούς προσείλκυσαν; Πώς αυτά τα στοιχεία –είτε ερμηνεύτηκαν δημιουργικά είτε υπερακοντίστηκαν– συνδέθηκαν με τον ελληνικό στοχασμό για την κρατική/κοινωνική ανοικοδόμηση και τον νέο εθνικό πολιτισμικό προσανατολισμό την επαύριον της Μικρασιατικής Καταστροφής;
Σύμφωνα με τη ρηξικέλευθη μελέτη του Fritz Ringer, The Decline of the German Mandarins. The German Academic Community [Η παρακμή των γερμανών μανδαρίνων. Η γερμανική ακαδημαϊκή κοινότητα], οι γερμανοί μανδαρίνοι, κατά βάση καθηγητές των γερμανικών πανεπιστημίων και υψηλόβαθμοι υπάλληλοι της κρατικής γραφειοκρατίας, αποτελούσαν μια ελίτ, ένα κοινωνικό στρώμα το οποίο, βασιζόμενο στο πολιτισμικό του κεφάλαιο, επιζητούσε την πνευματική ηγεσία του γερμανικού έθνους. Οι ταραχώδεις εξελίξεις πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η έλευση της εποχής των μαζών προσεγγίστηκαν από τους μανδαρίνους υπό το πρίσμα της βαθιάς Κρίσης της κουλτούρας, της μάθησης και της γνώσης, των αξιών, του Πνεύματος και της Ιστορίας συνολικά. Η κορύφωση της Κρίσης κατά τον Μεσοπόλεμο απειλούσε το κοινωνικό τους γόητρο και τη θέση τους, ενόσω υπονόμευε την πολιτισμική τους αποστολή και τις συναφείς αξιώσεις. Έτσι, επιχείρησαν να αντλήσουν από την πρότερη κληρονομιά τους, προκειμένου να δώσουν τις θεωρούμενες ως ορθές απαντήσεις, είτε μοντερνιστικές είτε ορθόδοξες, στα ερωτήματα τα οποία έθετε η Κρίση, κυρίως, στην ίδρυση ενός κράτους δικαίου, που θα ενσάρκωνε τη νομιμότητα και θα δημιουργούσε πολιτισμό. Το κράτος αυτό θα στρεφόταν εναντίον ποικίλων αντιπάλων: των δυνάμεων της Μηχανής και των ειδικών της Τεχνικής, της χρησιμοθηρικής γνώσης [Science], του γερμανικού εργατικού κινήματος και της πάλης των τάξεων. Σε αυτήν την κρίσιμη καμπή εξέχοντες έλληνες δημόσιοι διανοούμενοι συναντήθηκαν –κυριολεκτικά και μεταφορικά– με την αγωνία και τους προβληματισμούς των γερμανών μανδαρίνων, ενώ κατατρύχονταν από τις δικές τους αγωνίες και ανησυχίες: η ελληνική μεσοπολεμική κρίση, το αποτέλεσμα του συνδυασμού της Μικρασιατικής Καταστροφής και της οικονομικής Κρίσης των αρχών της δεκαετίας του ’30 –παρά τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη και την επιτυχή διαχείρισή της– έθετε με οξύτητα δύο αλληλένδετα ζητήματα, την κρατική/κοινωνική ανοικοδόμηση και τον νέο εθνικό πολιτισμικό προσανατολισμό. Αν και ο όλος προβληματισμός στηρίζεται κυρίως στη μελέτη του Ringer, πλαισιώνεται με «εργαλεία» όπως η ιστορική κοινωνιολογία του Peter Wagner (Πέτερ Βάγκνερ) (1994. 2008), ο οποίος προσεγγίζει τον Μεσοπόλεμο ως το αποκορύφωμα της πρώτης κρίσης της νεωτερικότητας. Άλλα σημαντικά «εργαλεία» που στήριξαν τον προβληματισμό στο παρόν δοκίμιο είναι οι Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας, ιδιαίτερα η έννοια «της διανοητικής οικειοποίησης της τεχνολογίας», όπως έχει αναπτυχθεί από τους Mikael Hård (Μίκελ Χορντ) και Andrew Jamison (Άντριου Τζέιμισον) (1998), και ακόμη ορισμένες τάσεις των Σπουδών Μοντερνισμού και Φασισμού, ιδιαίτερα αυτές των Roger Griffin (2007), Peter Osborne (Πέτερ Όζμπορν) (1995) και Dick Pels (Ντικ Πελς) (1998. 2000, ix-xix, 1-26, 193-227), που θεωρούν τον φασισμό ως παλιγγενετικό μοντερνισμό και τονίζουν τον μελλοντικό προσανατολισμό της Συντηρητικής Επανάστασης, αλλά και αρκετές μείζονες, τέλος, συμβολές της διανοητικής ιστορίας του Μεσοπολέμου.
This article examines the ideological trajectory of Ioannis Metaxas and his intellectual Weltanschauung. It argues that he was strongly influenced by several German developments, including the Kultur vs. Zivilisation debate. Furthermore,... more
This article examines the ideological trajectory of Ioannis Metaxas and his intellectual Weltanschauung. It argues that he was strongly influenced by several German developments, including the Kultur vs. Zivilisation debate. Furthermore, from the 1920s he explicitly transformed key fascist ideas and drew on those of the ‘Conservative Revolution’. It shows that Metaxas addressed all key historical developments, from the turn of the century, to the establishment of his dictatorship, to the Second World War, through his ideological and intellectual prism: national reconstruction and palingenesis and a new cultural orientation for the Greek nation. Metaxas’s thinking is examined from its formative period in Germany (1899–1903) to his dictatorship (1936–1941). The methodological framework draws on the work of Peter Wagner, who conceives the period from 1870 to 1940 as the heyday of the ‘first crisis of modernity’; the work of Roger Griffin, Aristotle Kallis, and António Costa Pinto centred around the palingenetic, modernist dynamic of fascism; and finally, the notion of ‘intellectual appropriation of technology’ developed by Mikael Hård and Andrew Jamison.



This is an open access article distributed under the terms of the cc by 4.0 license.
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η πρόσληψη και οικειοποίηση του αμερικανικού παραδείγματος (Amerikanismus) απασχόλησε τους Ευρωπαίους. Οι Η.Π.Α. μπορεί να μη λογίζονταν πρωτίστως ως η γη της Δημοκρατίας, όπως τον 18ο και 19ο αιώνα,... more
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η πρόσληψη και οικειοποίηση του αμερικανικού παραδείγματος (Amerikanismus) απασχόλησε τους Ευρωπαίους. Οι Η.Π.Α. μπορεί να μη λογίζονταν πρωτίστως ως η γη της Δημοκρατίας, όπως τον 18ο και 19ο αιώνα, εξακολουθούσαν όμως να αποτελούν χώρα του μέλλοντος: ήταν η χώρα του επιστημονικά και τεχνολογικά παραγμένου πλούτου, ενώ η αμερικανική κοινωνία αντιπροσώπευε τις καινούριες σχέσεις που εγκαθιδρύονταν ανάμεσα σε επιστήμη, τεχνολογία και κοινωνία. Αν στη δεκαετία του 1950 αυτές οι σχέσεις σχεδόν προσδιόρισαν τη ρητορική του 20ού αιώνα σχετικά με τη νεωτερικότητα, στον Μεσοπόλεμο δεν συνέβη το ίδιο. η πρόσληψη του Amerikanismus υπήρξε επιλεκτική και διαμορφώθηκε από τους διανοητικούς ορίζοντες και τις πρακτικές μέριμνες των ποικίλων κοινωνικών ομάδων, ενώ δεν ήταν πολιτικά ουδέτερη. Έτσι, τα επιχειρήματα υπέρ και κατά του Αμερικανισμού και των περιεχομένων του –φορντισμός, ταιυλορισμός, ορθολογική οργάνωση της παραγωγής– προσλάμβαναν διαφορετικά νοήματα εντός διαφορετικών συμφραζομένων.  Αντλώντας από ορισμένες τάσεις στο πλαίσιο των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας (ΣΕΤ), αλλά και τις Σπουδές Νεωτερικότητας, το άρθρο αυτό επιχειρεί μια σύντομη περιήγηση στο τοπίο των προσλήψεων του Αμερικανισμού από τις ευρωπαϊκές ιδεολογίες τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, πραγματοποιώντας και ορισμένες παρεκβάσεις σε σχετικές ελληνικές συζητήσεις, που έμμεσα ή άμεσα σχετίζονται με αυτές τις προσλήψεις.
"Οι ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις του ελληνικού Μεσοπολέμου προσεγγίζονται με βάση τον τρόπο που ιδιοποιούνται την τεχνολογία και το επιστημονικό ιδεώδες κορυφαίοι εκπρόσωποι όλων των τάσεων του πολιτικού φάσματος. Ιδιαίτερη... more
"Οι ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις του ελληνικού Μεσοπολέμου προσεγγίζονται με βάση τον τρόπο που ιδιοποιούνται την τεχνολογία και το επιστημονικό ιδεώδες κορυφαίοι εκπρόσωποι όλων των τάσεων του πολιτικού
φάσματος. Ιδιαίτερη έμφαση με άξονα το προαναφερθέν ζήτημα αποδίδεται στα σχετικά κείμενα πολιτικών όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ιωάννης Μεταξάς,καθώς και στις παρεμβάσεις δημόσιων διανοουμένων, όπως οι Γιώργος Θεοτοκάς,
Δημήτρης Γληνός, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ηλίας Ηλιού και Οδυσσέας Ελύτης."
Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στα κείμενα του Π. Κονδύλη για την "ελληνική περίπτωση" και νεωτερικότητα. Θέτοντας τις απόψεις του Έλληνα φιλόσοφου στο πλαίσιο ορισμένων εκδοχών των modernist studies, αποπειράται την κριτική πραγμάτευσή... more
Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στα κείμενα του Π. Κονδύλη για την "ελληνική περίπτωση" και νεωτερικότητα. Θέτοντας τις απόψεις του Έλληνα φιλόσοφου στο πλαίσιο ορισμένων εκδοχών των modernist studies, αποπειράται την κριτική πραγμάτευσή τους.
Η παρούσα εργασία αποπειράται αφενός να διαμορφώσει ένα μεθοδολογικό σχεδίασμα για μια κοινωνιολογία των Ελλήνων διανοουμένων σε δύο μείζονος σημασίας περιόδους του 20ού αιώνα, τον Μεσοπόλεμο (1922-1940) και αυτή της μεταπολεμικής... more
Η παρούσα εργασία αποπειράται αφενός να διαμορφώσει ένα μεθοδολογικό σχεδίασμα για μια κοινωνιολογία των Ελλήνων διανοουμένων σε δύο μείζονος σημασίας περιόδους του 20ού αιώνα, τον Μεσοπόλεμο (1922-1940) και αυτή της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης (1950-1967). Αντλεί από τα πεδία της αναστοχαστικής ερμηνευτικής κοινωνιολογίας της νεωτερικότητας και της κοινωνιολογίας των διανοουμένων και εστιάζει κυρίως στις συνεισφορές των Mannheim,  Bauman,  Bourdieu,  Γκράμσι,  καθώς και στη θεματοποίηση του διανοούμενου ως ξένου από τον Dick Pels: πρόκειται για θεώρηση η οποία εστιάζει στην οικεία στην ιστορία των ιδεών σύνδεση αυτών των δύο εικόνων –και στις συνέπειές της, σύνδεση η οποία θεωρείται ότι εγγυάται τη γνωστική ανωτερότητα και αντικειμενικότητα της θέσης του διανοούμενου: όπως τονίζει ο Σορέλ «πρέπει να βρίσκεσαι εκτός προκειμένου να δεις ορθά».  Επιχειρεί έτσι, να συγκροτήσει μια αναστοχαστική θεώρηση η οποία: πρώτον, επικεντρώνεται στις επιτελέσεις (performances) βασισμένη στην παραδοχή ότι όλες οι κοινωνικές οντότητες έχουν ανάγκη από έναν ομιλούντα εκπρόσωπο που να τις καθιστά παρούσες. Δεύτερον, προσπαθώντας να διαμορφώσει ένα πλαίσιο πραγμάτευσης των ιδεολογικών διαμαχών αυτών των περιόδων, αποπειράται να διαφύγει τόσο από μια ερμηνευτική της υποψίας, όσο και από την απλή παρακολούθηση των δρώντων στην κατασκευή των νομιμοποιητικών λόγων τους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι όταν οι διανοούμενοι αναλαμβάνουν πολιτικές/πολιτισμικές δεσμεύσεις, αυτοπαρουσιάζονται ως οργανικοί αντιπρόσωποι της Ιστορίας, της Κοινωνίας, του Έθνους, της Εργατικής Τάξης, του Πολιτισμού, του Λόγου, της Επιστήμης-Τεχνολογίας, του Λαού, της Τέχνης κλπ., προσπαθεί να εντοπίσει τόσο τη δημιουργική διάσταση της επιτέλεσης της οντότητας εν ονόματι της οποίας ομιλεί ο αντιπρόσωπος, όσο και τον ταυτόχρονο κίνδυνο της πραγμοποίησης, ο αντιπρόσωπος, δηλαδή, λειτουργώντας ως –στην ειρωνική διατύπωση του Nietzsche– «τηλέφωνο του επέκεινα» να ομιλεί με τέτοιο τρόπο για τα πράγματα ώστε να φαίνεται πως αυτά ομιλούν για λογαριασμό τους, και να σφετερίζεται τη δύναμή τους.
Στη βάση αυτών των παραδοχών, αφετέρου, επιδιώκει να προσδιορίσει τoυς άξονες των διαμαχών στις οποίες ενεπλάκησαν οι Έλληνες διανοούμενοι τις δύο αυτές περιόδους, τις συνέχειες και ασυνέχειες των τοποθετήσεών τους, τους νομιμοποιητικούς λόγους που ανέπτυξαν για να υποστηρίξουν τις υποθέσεις εν ονόματι των οποίων ομιλούσαν και των οποίων αποκλειστικοί αντιπρόσωποι επιχείρησαν να αναγορευθούν. ακόμη, το πώς επιτέλεσαν (perform) την ίδια τους τη θέση και τον ρόλο ως διανοουμένων, τις υποθέσεις/οντότητες που αξίωσαν να εκπροσωπήσουν, αλλά και τους αντιπάλους τους. ταυτόχρονα, ποιες μορφές συμβολικής βίας επιχείρησαν να ασκήσουν στη βάση ακριβώς αυτών των επιτελέσεων. τέλος, να αναφερθεί στις ποικίλες αντιμεταθέσεις, διατομές, αναλογίες και ομολογίες στη σκέψη τους, παρά τις διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις τους (Αριστερά, Κέντρο, Δεξιά).
Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων επανέφεραν τις απόψεις του Παναγιώτη Κονδύλη για την ελληνική περίπτωση στο προσκήνιο. Αν παραμερίσουμε την προχειρόλογη, αστόχαστη και επιπόλαιη απόρριψη τους, εύκολα μπορεί να υποστηριχτεί ότι ο... more
Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων επανέφεραν τις απόψεις του Παναγιώτη Κονδύλη για την ελληνική περίπτωση στο προσκήνιο. Αν παραμερίσουμε την προχειρόλογη, αστόχαστη και επιπόλαιη απόρριψη τους, εύκολα μπορεί να υποστηριχτεί ότι ο Κονδύλης θεωρήθηκε προφήτης της κρίσης: όλες οι ιδεολογικές τάσεις, είτε εκσυγχρονιστικές είτε εθνοκεντρικές, «κατασκεύασαν» τον «αληθινό» Κονδύλη, αυτοαναγορεύθηκαν σε αντιπροσώπους του και αποσύρθηκαν από το προσκήνιο, αφήνοντάς τον να μιλάει για λογαριασμό τους, επιδιώκοντας την «εξημέρωση» ενός αντιστεκόμενου στις καθησυχαστικές βεβαιότητες στοχαστή. Αντί αυτού, στα όρια αυτού του κειμένου θα επιχειρήσω να πραγματευθώ κριτικά τις αντινομικές και διεισδυτικές θέσεις του για την ελληνική περίπτωση - διεισδυτικές, πιστεύω, επειδή ακριβώς είναι αντινομικές.
Research Interests:
Με αφετηρία την αναλυτική συζήτηση και κριτική της μελέτης του Δ. Τζιόβα Ο Μύθος της Γενιάς του Τριάντα (εκδ. Πόλις, Αθήνα, Απρίλιος 2011), η παρούσα μελέτη επιχειρεί τη διατύπωση ενός γενικού μεθοδολογικού σχεδίου πραγμάτευσης της εν... more
Με αφετηρία την αναλυτική συζήτηση και κριτική της μελέτης του Δ. Τζιόβα Ο Μύθος της Γενιάς του Τριάντα (εκδ. Πόλις, Αθήνα, Απρίλιος 2011), η παρούσα μελέτη επιχειρεί τη διατύπωση ενός γενικού μεθοδολογικού σχεδίου πραγμάτευσης της εν λόγω γενιάς με τη σημαντική και πυκνή παρουσία στην ελληνική διανοητική και πολιτική ζωή. Αφού αποτιμήσει θετικά τη χρησιμοποίηση ιδεών προερχόμενων από το πεδίο της πολιτισμικής κριτικής προκειμένου να εξεταστεί η γενιά του ’30 ως «πολιτισμικό» κι όχι ως απλώς λογοτεχνικό φαινόμενο, καταδεικνύει τις ανεπάρκειες αυτής της θεώρησης, επισημαίνοντας την ανάγκη μιας ιστορικής/κοινωνιολογικής προσέγγισης η οποία θα προχωρήσει στην πραγμάτευση της γενιάς και ως πολιτικού φαινομένου. Στη μελέτη προσδιορίζονται με σαφήνεια τα περιγράμματα αυτής της προσέγγισης: συγκριτική πραγμάτευση της «ελληνικής περίπτωσης» του 20ού αιώνα στο πλαίσιο των τροπών της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, αξιοποίηση α) εκείνων των θεωρήσεων οι οποίες διατυπώνουν ερμηνευτικές προσεγγίσεις της νεωτερικότητας (Peter Wagner) βασισμένες στη γλωσσική στροφή και τη μελέτη των γλωσσικών ενεργημάτων (Quentin Skinner), β) των θεωρήσεων που αρνούνται να περιστείλουν τον μοντερνισμό στο καθαυτό καλλιτεχνικό/αισθητικό πεδίο (Roger Griffin), γ) της κοινωνιολογίας των διανοουμένων και της προσέγγισης του διανοούμενου ως ξένου (Dick Pels), καθώς και δ) της κοινωνιολογίας που εστιάζει στις αντιμαχόμενες νομιμοποιήσεις και τους δυναμικούς συμβιβασμούς τους (Luc Boltanski-Laurent Thévenot). Κατά την έκθεση αυτών των θεωρητικών αξόνων συζητούνται στα όρια της μελέτης ζητήματα όπως η ανάγκη μετάβασης από την πολιτισμική στην ιστορική/κοινωνιολογική κριτική, η συνοχή της γενιάς του ’30, ο φιλελευθερισμός και ευρωπαϊσμός της, η σχέση ελληνικής-ευρωπαϊκής νεωτερικότητας και οι συνέπειες της υποστήριξης της απόλυτης μεταξύ τους διάκρισης.
Although Asia Minor Catastrophe was the historical event which threw its heavy shadow on the Greek interwar developments, World War I was a recurred theme of political/intellectual struggle during this period too. Besides, Catastrophe... more
Although Asia Minor Catastrophe was the historical event which threw its heavy shadow on the Greek interwar developments, World War I was a recurred theme of political/intellectual struggle during this period too. Besides, Catastrophe could be conceived as the delayed end of World War I concerning Greece, while the matter of participation to the War caused the internal split that was labeled as National Schism. This paper argues that the –conflictual– remembrance of both the Great War and the Catastrophe rendered particularly important for the new political projects which were urgently responded to the tasks of national reconstruction and a new cultural orientation for the Greek nation-state. For example, what did connect the Eleftherios Venizelos’ vision during the ’20s decade to make Greece “unrecognizable” with the evocation of his stance during the War? And, how did technocrats and corporatists intellectuals of the liberal/Venizelist camp interconnect the War consequences with the necessity of organized institutions like the Supreme Economic Council? What did Germany represent in General Metaxas’ thinking during the War and how did he connect this representation with the restoration of the undermined by the French Revolution conservative ideals? What was the underlying dynamic of both the War and the National Schism, as he later reflected, which led to his dictatorship, the Greek path towards, in Peter Wagner’s terms, “organized modernity”? Which were in the prominent liberal intellectual George Theotokas’ view the forces unleashed by the dynamic of the War, leading to the re-evaluation of the demonic and vital sources of life? How a Greek version of the Soviet Revolution could, according to leading Marxist thinker Dimitrios Glinos, supersede the multi-faceted crisis which was culminated during the War and its aftermath? Exploring these and other analogous discourses, this paper attempts to identify what Spring(s) after the rites of War, in Modris Eksteins’ terms, were dreamed of during Greek interwar period and the correlated with them New Beginnings, in Roger Griffin’s terminology, as the new “sky shelters” from the era’s “profound disquietude”.
Το παρόν άρθρο πραγµατεύεται την πρόσληψη της επιστηµονικής ορθολογικότητας και της τεχνολογικής αποτελεσµατικότητας από τον Ι. Μεταξά, καθώς και την επίδρασή της στη διαµόρφωση της πολιτικής του σκέψης. Υποστηρίζει ότι ο Ι. Μεταξάς... more
Το παρόν άρθρο πραγµατεύεται την πρόσληψη της επιστηµονικής ορθολογικότητας και της τεχνολογικής αποτελεσµατικότητας από τον Ι.  Μεταξά, καθώς και την επίδρασή της στη διαµόρφωση της πολιτικής του σκέψης. Υποστηρίζει ότι ο Ι. Μεταξάς επιχειρεί να υπαγάγει την τεχνοεπιστήµη σε ανορθολογικά στοιχεία συντηρητικής ιδεολογικής προέλευσης,  τα οποία συνιστούν συµπαγή τµήµατα της σκέψης του ήδη από το 1900, αλλά και σε ιδεολογήµατα φασιστικού χαρακτήρα,  και τελικά να την ενσωµατώσει στις δοµές ενός αυταρχικού Κράτους.
Η παρούσα εργασία εστιάζει στην εξέλιξη των πολιτικών ιδεών στo περιοδικό Αρχείον της Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών. Το περιοδικό εκδιδόταν από το 1929 ως το 1941 και η συντακτική του επιτροπή αποτελείτο από τους Κωνσταντίνο... more
Η παρούσα εργασία εστιάζει στην εξέλιξη των πολιτικών ιδεών στo περιοδικό Αρχείον της Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών.  Το περιοδικό εκδιδόταν από το 1929 ως το 1941 και η συντακτική του επιτροπή αποτελείτο από τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο και τον Μιχαήλ Τσαμαδό. Η εργασία παρακολουθεί τις διακυμάνσεις των πολιτικών ιδεών στο περιοδικό μέσα από τα κείμενα των Π. Κανελλόπουλου και Κ. Τσάτσου. Υποστηρίζει ότι στα πλαίσια του ιδεολογικού «διμέτωπου» αγώνα τον οποίο διεξήγαγε το περιοδικό –τόσο ενάντια στον «σχολαστικισμό», όσο και στον περισσότερο επίφοβο, κατά την άποψή τους, ιστορικό υλισμό – έθεσε στο στόχαστρό του, από διαφορετικές οπτικές γωνίες και με διαφορετικό βαθμό έντασης, θεμελιώδεις παραδοχές της φιλελεύθερης νεωτερικότητας και του οικονομικού/πολιτικού φιλελευθερισμού. επίσης, ότι αυτή η τοποθέτηση δεν ήταν απόρροια συντηρητικών προτιμήσεων, απότοκο της «δύσμορφης ελληνικής κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης» και «της καθολικής περιφερειακότητας της ελληνικής περίπτωσης»,  αλλά ιδεολογική επιλογή εναρμονισμένη με τα ιστορικά –ευρωπαϊκά– συμφραζόμενα της πρώτης κρίσης της νεωτερικότητας.  Το μεθοδολογικό πλαίσιο πραγμάτευσης των εν λόγω ιδεολογικών διακυμάνσεων οριοθετείται από τις εργασίες του Peter Wagner  σχετικά με τη δυτική νεωτερικότητα, καθώς και τις μελέτες του Karl Mannheim όσον αφορά την ιδεολογική και ουτοπική σκέψη.
Η παρούσα μελέτη εστιάζεται στην οικειοποίηση της Τεχνολογίας και της Επιστήμης κατά τη διάρκεια του ελληνικού Μεσοπολέμου από κορυφαίους πολιτικούς, διανοουμένους και μηχανικούς, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένοι από συγκεκριμένες... more
Η παρούσα μελέτη εστιάζεται στην οικειοποίηση της Τεχνολογίας και της Επιστήμης κατά τη διάρκεια του ελληνικού Μεσοπολέμου από κορυφαίους πολιτικούς, διανοουμένους και μηχανικούς, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένοι από συγκεκριμένες «γερμανικές» εξελίξεις. Υποστηρίζει ότι οι προαναφερθέντες χρησιμοποίησαν ρητά ιδέες της αποκαλούμενης Συντηρητικής Επανάστασης, ιδιαίτερα, αν και όχι μόνο, το μοτίβο Kultur vs. Zivilisation. Επίσης, ότι αυτή η οικειοποίηση ήταν στενά συνδεδεμένη με τα ζητήματα της εθνικής ανασυγκρότησης και ενός νέου εθνικού πολιτισμικού προσανατολισμού. Τα θεωρητικά εργαλεία με τα οποία προσεγγίζει την περίοδο αποτελούν κυρίως η ιστορική κοινωνιολογία του Peter Wagner  ο οποίος προσεγγίζει τον μεσοπόλεμο ως το αποκορύφωμα της πρώτης κρίσης της νεωτερικότητας. οι Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας, ιδιαίτερα η έννοια «της διανοητικής οικειοποίησης της τεχνολογίας», όπως έχει αναπτυχθεί από τους Mikael Hård και Andrew Jamison.  τέλος, ορισμένες τάσεις των Σπουδών Μοντερνισμού και Φασισμού, ιδιαίτερα αυτές των Roger Griffin  και Dick Pels,  που θεωρούν τον φασισμό ως παλιγγενετικό μοντερνισμό και τονίζουν τον μελλοντικό προσανατολισμό της Συντηρητικής Επανάστασης.
This chapter is concerned with the intellectual appropriation of technology and science by leading politicians, intellectuals, and engineers during the inter-war period in Greece. It argues that these figures were strongly influenced by... more
This chapter is concerned with the intellectual appropriation of technology
and science by leading politicians, intellectuals, and engineers
during the inter-war period in Greece. It argues that these figures were
strongly influenced by certain ‘German’ developments and that they
explicitly adopted key ideas of the so-called ‘Conservative Revolution’,
particularly, but not only, the Kultur vs. Zivilisation motive. This chapter
also argues that their appropriation of technology and science was
strongly connected to the themes of national reconstruction and a new
cultural orientation for the nation. The theoretical and methodological
‘tools’ through which I approach this period consist of: first, the
historical sociology of Peter Wagner (1994, 1998, 2008), who conceives
inter-war period as the heyday of the ‘first crisis of modernity’, as he
defines the ‘passage’ from ‘restricted’ to ‘organized’ modernity; second,
science and technology studies and the notion of coproduction of the
societal with the scientific and the technological, and especially the
notion of ‘intellectual appropriation of technology’, as it is developed
by Mikael Hård and Andrew Jamison (1998, 2005); and, finally, some
strands of modernist/fascist studies and of sociology of intellectuals,
in particular those of Roger Griffin (2007) and Dick Pels (1998, 2000),
who consider fascism as palingenetic modernism and stress the futural
(Osborne, 1995: 160–196) orientation of ‘Conservative Revolution’.
Research Interests:
Στο άρθρο του «Η δημοκρατία μας και οι μεγάλες καταστροφές» που δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 29/7/2018, ο Νικόλας Σεβαστάκης επιχειρούσε τη σύνδεση ανάμεσα στη χαρμόσυνη επέτειο της αποκατάστασης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη χώρα... more
Στο άρθρο του «Η δημοκρατία μας και οι μεγάλες καταστροφές» που δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 29/7/2018,  ο Νικόλας Σεβαστάκης επιχειρούσε τη σύνδεση ανάμεσα στη χαρμόσυνη επέτειο της αποκατάστασης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη χώρα μας και στον στιγματισμό της 24ης Ιουλίου από τον θάνατο πολλών δεκάδων συμπολιτών μας και την ανυπολόγιστη καταστροφή στη φύση και τις περιουσίες των ανθρώπων. Εκεί, και με αφορμή την επώδυνη σκέψη ότι δεκαετίες ομαλού πολιτικού βίου δεν συνοδεύθηκαν από μια νέα συνείδηση των απειλών για τον δημόσιο χώρο, εστίαζε στο ότι τόσο μεταπολεμικά όσο και μεταπολιτευτικά το ζήτημα της τακτοποίησης της ζήτησης οικιστικών αναγκών αντιμετωπίστηκε με την πολιτική του «όπως-όπως» και των πολλαπλών –πελατειακών και επιμέρους– ρυθμίσεων. Την ίδια στιγμή διαμορφώνονταν μεν σχετικοί θεσμοί, ωστόσο η αποτελεσματικότητα της διαχείρισης σταθερά υποτιμάτο: από την Αριστερά ως τεχνοκρατική, «νεοφιλελεύθερη» και εχθρική στην αλληλεγγύη, από όσους την προέτασσαν μέσω της υπονόμευσης της σχετικής αυτονομίας του Κράτους έναντι μερικών συμφερόντων. Από την άλλη πλευρά, υπό το πρόσχημα της οικολογικής ευαισθησίας και προστασίας μπλοκαρίστηκαν βασικά έργα υποδομών, ενισχύοντας έτι περαιτέρω την αυθαιρεσία, την οποία υποτίθεται πως αντιμάχονταν, ενώ ταυτόχρονα ο «ιστορικός» δικομματισμός επιχειρούσε τη δύσκολη –και μάλλον ανεπίλυτη– άσκηση εναρμονισμού των πελατειακών πρακτικών με το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Συνισταμένη αυτών των πρακτικών ήταν η υποτίμηση της λειτουργικής διάστασης της σύγχρονης ζωής και αίτιό της ένας ρητορικός, δεξιός και αριστερός, δασκαλισμός που περιφρονούσε την παραγωγή, την τεχνική, τις λεπτομέρειες που οργανώνουν τη σύγχρονη ζωή, την κατανάλωση κλπ. Αυτός ο δασκαλισμός διαμόρφωσε μια σχετική (αντι)τεχνολογική κουλτούρα, «έξεις και πρακτικές που ενισχύουν την αδυναμία της δημοκρατίας μας να χειριστεί τις μεγάλες καταστροφές», τεχνολογική κουλτούρα δραματικά αδύναμη να αντιμετωπίσει ασύλληπτου μεγέθους καταστροφές, όπως η τωρινή, αλλά και μελλοντικές καταστροφές μεγάλης κλίμακας. Θα ήθελα να συνεχίσω στη γραμμή αυτών των σκέψεων, έστω κι αν αυτό γίνεται υπό τη σκιά της ανείπωτης τραγωδίας των πυρκαγιών στην Αττική, τη συνισταμένη πρακτικών του παρελθόντος και τραγικών κυβερνητικών ανεπαρκειών σε όλα τα επίπεδα. Και θα ήθελα να επιμείνω σε όψεις διαμόρφωσης της τεχνολογικής κουλτούρας στην οποία αναφέρεται ο Νικόλας Σεβαστάκης, επικεντρωνόμενος ιδιαίτερα στον ρόλο που διαδραμάτισε τόσο η αριστερή όσο και δεξιά διανόηση στη δημιουργία αυτού του ρητορικού δασκαλισμού που υποτιμά οτιδήποτε «τεχνικό» με τόσο δραματικές συνέπειες.
Αναλυτική κριτική στη μελέτη του Γ. Ευαγγελόπουλου Καστοριάδης και σύγχρονη πολιτική θεωρία. Αθήνα: Ευρασία 2009 στη βάση των σπουδών νεωτερικότητας και της ιστορικής κοινωνιολογίας του Peter Wagner.
Στην παρούσα εργασία επικεντρώνομαι στα κείμενα του Π. Κανελλόπουλου στο περιοδικό Αρχείον της Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών κατά την περίοδο 1929-1935, τα οποία και προσεγγίζω υπό το πρίσμα της κοινωνιολογίας των διανοουμένων.... more
Στην παρούσα εργασία επικεντρώνομαι στα κείμενα του Π. Κανελλόπουλου στο περιοδικό Αρχείον της Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών κατά την περίοδο 1929-1935, τα οποία και προσεγγίζω υπό το πρίσμα της κοινωνιολογίας των διανοουμένων. Υποστηρίζω πως είναι ιδιαίτερα κρίσιμα όχι μόνο για την κατανόηση και ερμηνεία της κοινωνιολογικής σκέψης του Π. Κανελλόπουλου, αλλά και για την αντίστοιχη της πολιτικής του δράσης, καθώς προηγούνται της εμπλοκής του στην πολιτική με την ίδρυση του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος στα 1935. Γι’ αυτό τον λόγο και επιχειρώ να αξιοποιήσω στην προσέγγισή τους την ιδέα του διανοούμενου ως ξένου, όπως την εισηγείται ο Dick Pels,  ζήτημα που σχετίζεται τόσο με τη διανοητική καινοτομία όσο και με την αντιπροσώπευση. Με βάση αυτές τις προκείμενες επιχειρώ να απαντήσω σε ερωτήματα όπως: σε σχέση με ποιους προσδιορίζεται ο Π. Κανελλόπουλος ως ξένος; Πού έγκειται η καινοτομία των λύσεων που προτείνει στη βάση της αποστασιοποίησής του από τις προτεινόμενες λύσεις για την υπέρβαση της μεσοπολεμικής κρίσης; Τέλος, πώς συνδέεται αυτή η επιτέλεση (performance) της θέσης του διανοουμένου με τις πολιτικές λύσεις που ο Κανελλόπουλος εισηγείται;
Research Interests:
Η μελέτη αυτή επισκοπεί την ιστοριογραφία του ναζισμού από τις πρώτες απόπειρες ερμηνείας του μέχρι τις πρόσφατες συνθετικές προσεγγίσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει αυτή του Roger Griffin. Αν και κλίνει προς προσεγγίσεις του φασισμού... more
Η μελέτη αυτή επισκοπεί την ιστοριογραφία του ναζισμού από τις πρώτες απόπειρες ερμηνείας του μέχρι τις πρόσφατες συνθετικές προσεγγίσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει αυτή του Roger Griffin. Αν και κλίνει προς προσεγγίσεις του φασισμού ως έννοιας γένους (generic fascism), είδος της οποίας αποτελεί ο γερμανικός ναζισμός, επικεντρώνεται στον τελευταίο. Απέχοντας από το να είναι εξαντλητική, επιχειρεί να σκιαγραφήσει τις σημαντικότερες τάσεις και να παρουσιάσει συνοπτικά ορισμένες κρίσιμες συζητήσεις και διαμάχες όσον αφορά αυτό που δικαιολογημένα θεωρήθηκε ενσάρκωση του απόλυτου κακού κατά τον 20ό –και όχι μόνο, όπως αποδεικνύουν οι αναβιώσεις του– αιώνα. Στην προσπάθεια αυτή στηρίζεται στην περιεκτικότατη επισκόπηση της ιστοριογραφίας περί ναζισμού όπως επιτελείται από τον Αμερικανό ιστορικό Roderick Stackelberg,  την οποία σε ορισμένα σημεία αποπειράται να συμπληρώσει, παραθέτοντας και τις ελληνικές μεταφράσεις έργων που αναφέρονται εκεί. Διαχωρίζεται δε, σε δύο τμήματα: στο πρώτο, αξιοποιώντας τη μελέτη του Stackelberg παρουσιάζει συνοπτικά τη σχετική βιβλιογραφία, ενώ στο δεύτερο εστιάζεται στην ερμηνεία του ναζισμού από τον Roger Griffin στο πρόσφατο έργο του.
Αυτό το άρθρο προσεγγίζει τα ομιλιακά ενεργήματα (speech acts) μεσοπολεμικών πολιτικών και διανοουμένων, προερχομένων από το σύνολο του πολιτικοϊδεολογικού φάσματος, με κεντρικό άξονα το πώς συγκροτείται στον λόγο τους μια διακριτή... more
Αυτό το άρθρο προσεγγίζει τα ομιλιακά ενεργήματα (speech acts) μεσοπολεμικών πολιτικών και διανοουμένων, προερχομένων από το σύνολο του πολιτικοϊδεολογικού φάσματος, με κεντρικό άξονα το πώς συγκροτείται στον λόγο τους μια διακριτή κοινωνική κατηγορία, η Νιότη. Επιδιώκει να καταδείξει πως ο περί Νιότης λόγος τους συναρθρώνεται με την πεποίθηση ότι αποτελούν αποκλειστικούς διερμηνευτές των πόθων της «νέας γενιάς». Συσχετίζει δε, ρητά την εν λόγω συγκρότηση με μοντερνιστικούς τόπους διάχυτους στον δημόσιο λόγο της εποχής, όπως: η υπέρβαση της παρακμής και του εκφυλισμού, η μανία για τη σωματική υγεία και ευρωστία, η έγνοια για εξυγίανση, ανανέωση, ιδεολογική, κοινωνική, πολιτική, ηθική και ανθρώπινη αναγέννηση, η αναζήτηση νέων αισθητικών τρόπων, η διαλεκτική αποκαλυπτικών φόβων και ελπίδων λύτρωσης η οποία τροφοδοτούσε ριζοσπαστικά πολιτικά σχέδια, και τέλος, η αίσθηση της κρισιμότητας της εποχής συνυφασμένη με μια επιθυμία τρόπον τινά επανεκκίνησης του χρόνου, συνδυασμός υποσχόμενος τόσο νέα ξεκινήματα ικανά να πληρώσουν το τρομακτικό υπαρξιακό/ιδεολογικό κενό –απόρροια της χρεοκοπίας της Μεγάλης Ιδέας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή–, όσο και το κλείσιμο μιας αφόρητα αβέβαιης κατάστασης. Συμπεραίνει ότι στον δημόσιο λόγο του Μεσοπολέμου η Νιότη λειτούργησε ως μεταφορά ζωτικότητας, υπόσχεση ανανέωσης και ηθικοπνευματικής εξυγίανσης. Συγκροτήθηκε στον λόγο των διανοουμένων και των πολιτικών της εποχής από τα «υλικά» της ανησυχίας, του οράματος, της ακμής και της αισιοδοξίας, της εξύμνησης των οργανικών και δαιμονικών δυνάμεων της ζωής. Στους αισθητικούς αντίποδές της τοποθετήθηκαν οι «παρακμιακές» όψεις της καβαφικής αισθητικής –και ομοφυλοφιλίας–, καθώς και της καρυωτακικής «μεμψιμοιρίας». στους πολιτικούς, η «σκουριασμένη» κοινοβουλευτική ρύθμιση και η ανάγκη για πολιτικές λύσεις που εγγυώντο τη συλλογική λύτρωση. Συνυφασμένη με θεμελιώδεις τόπους του μοντερνισμού η σχετική ρητορική, απέβλεψε στο να εισαγάγει νέα ιδεώδη –από μια παραλλαγή του σοβιετικού μοντέλου στα καθ’ ημάς ως ποικίλες παραλλαγές του θάμβους της αιωνίας Ελλάδος– ενσαρκωμένα από πολιτικές εκδοχές Κρατών-Καλλιεργητών, κατά Baumann, που ανέθρεφαν νέες και υγιείς υπάρξεις, αναλαμβάνοντας εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα.
Με βάση αρχειακό υλικό προερχόμενο κατά κύριο λόγο από το Αρχείο Ελευθέριου Βενιζέλου, αυτό το άρθρο επιχειρεί να ανασυγκροτήσει την αντικομμουνιστική ρητορική του βενιζελικού φιλελεύθερου χώρου μέσα από υπηρεσιακά έγγραφα, εκθέσεις... more
Με βάση αρχειακό υλικό προερχόμενο κατά κύριο λόγο από το Αρχείο Ελευθέριου Βενιζέλου, αυτό το άρθρο επιχειρεί να ανασυγκροτήσει την αντικομμουνιστική ρητορική του βενιζελικού φιλελεύθερου χώρου μέσα από υπηρεσιακά έγγραφα, εκθέσεις υπηρεσιακών παραγόντων, κείμενα φορέων και δημόσιες παρεμβάσεις διανοουμένων με οργανική σχέση με το κράτος. Υποστηρίζει πως ήδη από τη βενιζελική "Μεγάλη Τετραετία" 1928-1932 έχουν διαμορφωθεί στο πεδίο των υπηρεσιακών δημόσιων "λόγων" οι βασικές κατηγορίες της αντικομμουνιστικής ρητορικής οι οποίες έχουν μεγάλη διάδοση, όπως είναι αναμενόμενο, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου.
Το παρόν άρθρο πραγματεύεται τη διανοητική οικειοποίηση της τεχνολογίας και της ιδεολογίας της επιστήμης από επιφανείς δημόσιους διανοουμένους κατά την περίοδο του ελληνικού Μεσοπολέμου, εστιάζοντας στην ιδεολογική σύγκρουση των αρχών της... more
Το παρόν άρθρο πραγματεύεται τη διανοητική οικειοποίηση της τεχνολογίας και της ιδεολογίας της επιστήμης από επιφανείς δημόσιους διανοουμένους κατά την περίοδο του ελληνικού Μεσοπολέμου, εστιάζοντας στην ιδεολογική σύγκρουση των αρχών της δεκαετίας του ’30 ανάμεσα στον Δημήτρη Γληνό και τους Κωνσταντίνο Τσάτσο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο, συνεκδοτών της φιλοσοφικής επιθεώρησης Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών. Υποστηρίζει ότι οι εν λόγω οικειοποιήσεις αποτελούσαν διακριτά στοιχεία της σκέψης τους ρητά συνδεδεμένα με τα πολιτικά/ιδεολογικά τους αιτούμενα. και ότι, με αυτή την έννοια, οι συγκρούσεις που αφορούν τις αποτιμήσεις της επιστημονικής ορθολογικότητας και των δυνατοτήτων ή των κινδύνων που η τεχνολογική εξέλιξη εγκυμονεί, συνιστούν, αν μη τι άλλο, αξιοσημείωτη διάσταση της ελληνικής νεωτερικότητας. Η πραγμάτευση αυτής της σύγκρουσης βασίζεται σε προσεγγίσεις που αναδεικνύουν ότι κατά την περίοδο 1900-1940 εκτυλίχθηκε στον δυτικό κόσμο μια οξεία διαμάχη περί το τεχνολογικό ζήτημα και την ιδέα της επιστήμης, με αποτέλεσμα το άνοιγμα του επιστημονικού/τεχνολογικού σε ανταγωνιζόμενους μεταξύ τους κοινωνικούς δρώντες . Επρόκειτο για την κατά Peter Wagner πρώτη κρίση της νεωτερικότητας, όταν στο επίκεντρο της διαμάχης βρισκόταν μάλλον το σχέδιο παρά τα προϊόντα της τεχνολογικής αλλαγής και δεν ήταν μόνο ο οικονομικός φιλελευθερισμός στο στόχαστρο, αλλά και οι ιδέες της δημοκρατίας και της επιστήμης. Η αυξανόμενη δύναμη της εργατικής τάξης διάνοιγε τον δρόμο για μακρόπνοες πρωτοβουλίες και ιδέες συλλογικού χαρακτήρα, ενώ η πολιτική αστάθεια δεν απέκλειε τη δυνατότητα επιβολής ριζικών αυταρχικών λύσεων . Δημόσιοι διανοούμενοι οικειοποιούνταν την τεχνολογία ενσωματώνοντάς τη στις περί κοινωνίας τοποθετήσεις τους αναγορευόμενοι σε αξιολογητές των συμβόλων της προόδου και επινοητές «κατάλληλων» πλαισίων εγκιβωτισμού των τεχνολογικών λύσεων , μη παραλείποντας την επίκληση της επιστήμης προκειμένου να τεκμηριώσουν την υπεροχή των απόψεών τους. Ο χρησιμοποιούμενος εδώ όρος ιδεολογία της επιστήμης υπονοεί, όπως παρατηρεί ο A. Chalmers, τη στήριξη στις αμφιλεγόμενες έννοιες της Επιστήμης και της Αλήθειας, προκειμένου να υποστηριχθούν ιδεολογικές ή/και πολιτικές θέσεις . Το άρθρο προχωρεί πραγματοποιώντας δύο διανοητικά βήματα: με το πρώτο, κάνοντας μια αφαίρεση από τα κείμενα και διατηρώντας σχετικά χαλαρά το ιστορικό πλαίσιο, παρουσιάζει τις θεωρητικές αφετηρίες των εμπλεκόμενων στη διαμάχη. με το δεύτερο, επανεισάγει τις ιδέες στην ιστορική προβληματική επιχειρώντας να συσχετίσει την πρόσληψη της τεχνοεπιστήμης με τις προτεινόμενες πολιτικές λύσεις.
Το παρόν άρθρο πραγματεύεται τη διανοητική οικειοποίηση του τεχνολογικού φαινομένου από τον Γ. Θεοτοκά κατά τη μεσοπολεμική περίοδο. Υποστηρίζει ότι η πρόσληψη της τεχνολογίας αποτέλεσε διακριτό στοιχείο της σκέψης του και ότι η μελέτη... more
Το παρόν άρθρο πραγματεύεται τη διανοητική οικειοποίηση του τεχνολογικού φαινομένου από τον Γ. Θεοτοκά κατά τη μεσοπολεμική περίοδο. Υποστηρίζει ότι η πρόσληψη της τεχνολογίας αποτέλεσε διακριτό στοιχείο της σκέψης του και ότι η μελέτη της –λειτουργώντας συμπληρωματικά στην ήδη ανεπτυγμένη και αξιόλογη σχετική με τον Θεοτοκά βιβλιογραφία– ενδέχεται να προσφέρει στην κατανόηση της ιδεολογικής συγκρότησης αυτού του διακεκριμένου διανοούμενου της «γενιάς του ’30». Χρειάζεται να τονιστεί προκαταβολικά πως αυτή η διάσταση του στοχασμού του είναι η περισσότερο παραμελημένη, παρά το γεγονός ότι πολλοί μελετητές εντόπισαν τον σχετικό του προβληματισμό και συνέδεσαν με αυτόν ορισμένες τουλάχιστον από τις ιδεολογικές του περιπλανήσεις. Η παρούσα μελέτη προσεγγίζει υπό το πρίσμα των ΣΕΤ δύο μείζονα μεσοπολεμικά κείμενα του Θεοτοκά, το Ελεύθερο Πνεύμα του 1929 και το Εμπρός στο Κοινωνικό Πρόβλημα του 1932, τα οποία βρίθουν αναφορών στην τεχνολογία είτε αυτή ταυτίζεται με τη λύτρωση είτε προσλαμβάνεται ως εφιάλτης. Επιχειρεί δε να καταδείξει ότι ο εκφερόμενος σχετικά με την τεχνολογία λόγος του διαπλέχθηκε με τις εκτιμήσεις του αναφορικά με τα γνωρίσματα της σύγχρονης εποχής, την ανάγκη αναδιατύπωσης των εθνικών ιδανικών και προσανατολισμών, την επεξεργασία πολιτικών λύσεων ικανών να υπερβούν τη φιλελεύθερη χρεοκοπία, την αναζήτηση νέων ιδεολογικών στάσεων και αισθητικών τρόπων.
Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στις διαμάχες περί την τεχνολογία στον ελληνικό Μεσοπόλεμο. Υποστηρίζει τις εξής θέσεις: ότι το ζήτημα της τεχνικοεπιστημονικής ανάπτυξης αποτέλεσε μείζον διακύβευμα και πεδίο σύγκρουσης πολιτικών και... more
Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στις διαμάχες περί την τεχνολογία στον ελληνικό Μεσοπόλεμο. Υποστηρίζει τις εξής θέσεις: ότι το ζήτημα της τεχνικοεπιστημονικής ανάπτυξης αποτέλεσε μείζον διακύβευμα και πεδίο σύγκρουσης πολιτικών και διανοουμένων διαφορετικών ιδεολογικών προσανατολισμών οι οποίοι αποπειράθηκαν να διαμορφώσουν «κατάλληλα» πλαίσια υποδοχής της τεχνολογίας. Πολιτικοί και διανοούμενοι όπως οι Ελ. Βενιζέλος και Ι. Μεταξάς, Γ. Θεοτοκάς, Δ. Γληνός και Π. Κανελλόπουλος συνέδεσαν την τεχνολογία –είτε την εκλάμβαναν ως ενσάρκωση της προόδου, είτε ως εφιάλτη, είτε και τα δύο– με τα πολιτικοϊδεολογικά τους «αιτούμενα» και τη μοίρα του έθνους. ότι η «ελληνική» συζήτηση τοποθετείται ρητά στα συμφραζόμενα της αντίστοιχης ευρωπαϊκής όσον αφορά το ζήτημα της τεχνολογίας κατά το αποκορύφωμα της «πρώτης κρίσης της νεωτερικότητας» . Τέλος, ότι η οικειοποίηση της τεχνολογίας στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου δεν είναι άσχετη από τις μεταπτώσεις της ψυχικής διάθεσης –όπως τις επισημαίνει ο Mazower– αυτή την περίοδο, τη μετάβαση δηλαδή από την ευφορία των ύστερων χρόνων της δεκαετίας του '20 στην απαισιοδοξία, παρά την ανάκαμψη, των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του '30 και της Κρίσης, διάθεση συνυφασμένη με την επίμονη (ανα)ζήτηση αυταρχικών μορφών διακυβέρνησης.
This paper is an account of modernity, technology and totalitarian ideology in interwar Greece. We argue that the challenge of modernization and technological development of the country was the starting point for the emergence of... more
This paper is an account of modernity, technology and totalitarian ideology in interwar Greece. We argue that the challenge of modernization and technological development of the country was the starting point for the emergence of technocratic ideas strongly connected with nationalism, a kind of a Greek technonationalism. Scientific objectivity, technological efficiency, rationalization, were to be part of the “eternal” national essences, and they were conceived as key elements for the rapid modernization and westernization of Greece. The instrumental idea of progress, as well as the requirement for technological development, was gradually correlated with criticisms of economical and political liberalism and the rise of control and totalitarian ideas. The anticipation for an effective organization of society should be assimilated trough homogenized standards of factory production. As stated by the sociologist P. Wagner, the image of the society as a machine was a rather trivial idea for the time and the “iron cage” metaphor didn’t represent a social threat.
Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στην οικειοποίηση της επιστημονικής ιδεολογίας και της τεχνολογίας από τον Ε. Βενιζέλο, τόσο στην εμπράγματη μορφή των υποδομών, όσο και στην άυλη των τεχνολογιών των θεσμών. Υποστηρίζει ότι η εν λόγω... more
Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στην οικειοποίηση της επιστημονικής ιδεολογίας και της τεχνολογίας από τον Ε. Βενιζέλο, τόσο στην εμπράγματη μορφή των υποδομών, όσο και στην άυλη των τεχνολογιών των θεσμών. Υποστηρίζει ότι η εν λόγω οικειοποίηση αποτελεί έναν από τους μείζονες τόπους της σκέψης και της πολιτικής πράξης του κορυφαίου Έλληνα πολιτικού κατά τη «Μεγάλη Τετραετία» των ετών 1928-1932. Καταδεικνύεται ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν δίστασε να συνδέσει την ιδεολογία της επιστήμης με την αναγέννηση, την εξυγίανση, την κοινωνική μεταμόρφωση. Προχώρησε ακόμη και στην τοποθέτησή της στα θεμέλια του νέου ιδεώδους που θα αντικαθιστούσε τη Μεγάλη Ιδέα, την ανύψωσε σε θετικό κοινωνικό πρότυπο το οποίο θα μπορούσε και θα έπρεπε να απομακρύνει τα πολεμικά ιδανικά από τις πρώτες θέσεις των εθνικών ιδεωδών. φυσικά, αυτή η αποδοχή γνώριζε όρια: η ελεγχόμενη από την πολιτική εξουσία επιστήμη θα μπορούσε να εξορθολογίσει το κοινωνικοπολιτικό και να εφοδιάσει με το αναγκαίο κύρος την υπό τον έλεγχό του εξουσία. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με την πρόσληψη της τεχνολογίας. Ζητούμενο ήταν το καταλληλότερο πλαίσιο υποδοχής της. απουσίαζε εντούτοις ο αναστοχασμός, καθώς τη θεωρούσε εν πολλοίς ως αυτόνομη δύναμη. τέλος, στοχαζόταν τις τεχνολογικές λύσεις διαπεπλεγμένες πάντοτε με ένα πλαίσιο θεσμικών τεχνολογιών, ώστε να επιτευχθεί η κοινωνική πρόοδος με την αποφυγή των κοινωνικά ανεπιθύμητων συνεπειών της. Ο τεχνολογικός ενθουσιασμός του Βενιζέλου σχετιζόταν με την εμπιστοσύνη του φιλελεύθερου θεωρητικού παραδείγματος (και) στην τεχνολογική πρόοδο. εντούτοις, εδώ η έμφαση δεν αποδιδόταν μόνο στην ενίσχυση του ανθρωπισμού, αλλά, ίσως κυρίως, στον έλεγχο του κοινωνικού και στη διαρρύθμιση του κοινωνικού ζητήματος. Στην κατεύθυνση αυτή οι θεσμικές τεχνολογίες είχαν προτεραιότητα, ενώ οι τεχνολογικές υποδομές έρχονταν να τις ενισχύσουν στην κατεύθυνση της αναγέννησης/εξυγίανσης συν –αυταρχικής– κοινωνικής διευθέτησης. Υπ’ αυτή την έννοια, η οικειοποίηση της τεχνολογίας συνυφαινόταν με την εγκαθίδρυση Κράτους-Καλλιεργητή (State-Gardener) που αναλαμβάνει εκσυγχρονιστικά σχέδια και αναθρέφει νέες/υγιείς κοινωνικές δυνάμεις.
The aim of this paper is to describe the implementation of a series of lessons on the Holocaust by using the CLIL (Content and Language Integrated Learning) method. The lessons are intended for students of the 3rd grade of Junior High... more
The aim of this paper is to describe the implementation of a series of lessons on the Holocaust by using the CLIL (Content and Language Integrated Learning) method. The lessons are intended for students of the 3rd grade of Junior High School. It describes a three ninety-minute lesson planning as part of teaching History/Civics using the CLIL method. It also
presents and analyses the results of the students’ qualitative evaluation of the program through a structured interview, which demonstrate the usefulness of the method.
Η παρούσα ανακοίνωση αποπειράται μια περιήγηση σε ορισμένες, πλην παραδειγματικές όψεις του στρατοπεδικού εγκλεισμού στη διάρκεια του 20ού αιώνα: τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, τα σοβιετικά γκουλάγκ και το ελληνικό... more
Η παρούσα ανακοίνωση αποπειράται μια περιήγηση σε ορισμένες, πλην παραδειγματικές όψεις του στρατοπεδικού εγκλεισμού στη διάρκεια του 20ού αιώνα: τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, τα σοβιετικά γκουλάγκ και το ελληνικό Μακρονήσι. Αφού αναφερθεί συνοπτικά στο ιστορικό των εν λόγω θεσμών εξόντωσης, ταπείνωσης και εκμηδένισης, εστιάζει στο πώς τους προσέλαβαν συγκεκριμένες φωνές που βίωσαν τις εκεί πρακτικές και συνθήκες ή στοχάστηκαν πάνω σε αυτές: ο Jean Améry, ο Vasily Grossman, ο Απόστολος Μπογιατζής. Έμφαση, με επίγνωση των διαφορών, αποδίδεται στις ομοιότητες: τη λαχτάρα για ζωή που «πιάνεται» από τις λεπτομέρειες, τη σκέψη και τα όριά της, την κοπιώδη προσπάθεια διαφύλαξης της ανθρωπιάς και της αξιοπρέπειας. Είναι, ίσως, αυτά τα κοινά στοιχεία στην εμπειρία του στρατοπεδικού εγκλεισμού που παρακίνησαν τον David Rousset, τη Germaine Tillion, τη Margarete Buber-Neumann –πρώην έγκλειστοι οι ίδιοι– να δεσμευτούν έμπρακτα στην υπόθεση της μνήμης, αλλά και της κατάργησης των στρατοπέδων. Η ανακοίνωση ολοκληρώνεται με την ανάδειξη όψεων του σκεπτικού και της δράσης τους.
Research Interests:
Η παρούσα εισήγηση εστιάζεται στους διάχυτους στον δημόσιο λόγο από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τα μέσα του 20ού μοντερνιστικούς τόπους. Αποπειράται να παρουσιάσει τι άντλησε ο ναζισμός από την ευρύτερη μοντερνιστική μήτρα, αλλά και... more
Η παρούσα εισήγηση εστιάζεται στους διάχυτους στον δημόσιο λόγο από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τα μέσα του 20ού μοντερνιστικούς τόπους. Αποπειράται να παρουσιάσει τι άντλησε ο ναζισμός από την ευρύτερη μοντερνιστική μήτρα, αλλά και πώς αυτό επηρέασε την εκ μέρους του οικειοποίηση επιστήμης/τεχνολογίας, διαμορφώνοντας τη βάση της ενεργού υποστήριξής του από διανοούμενους, επιστήμονες και καλλιτέχνες. Πεπεισμένος για την κατάρρευση των καταστατικών μύθων της νεωτερικότητας, ο μοντερνισμός υπογράμμισε την ανάγκη μιας νέας αρχής προς ένα μέλλον απαλλαγμένο από το χάος, την αμφιταλάντευση και τη δυσφορία, ένα νέο ξεκίνημα (Aufbruch) φορτισμένο από προσδοκίες παλιγγένεσης, ριζώματος, υγείας, ανανέωσης και αναζωογόνησης, οι οποίες δεν αποτέλεσαν μονοπώλιο της Αριστεράς, αλλά συνδέθηκαν με αντίστοιχες της Δεξιάς. Επρόκειτο για όραμα το οποίο προσείλκυσε πλήθος ειδικών και συνδέθηκε με ποικίλες πολιτικές εκδοχές. Κατά τον Μεσοπόλεμο, μάλιστα, κατέστη μαζική υπόθεση, κι ήταν εντός αυτού του κλίματος που η τριμερής ναζιστική χίμαιρα-μυθοποιημένο παρελθόν, εντατικός τεχνοεπιστημονικός εκσυγχρονισμός, συστηματική δίωξη και εξόντωση οποιουδήποτε λογιζόταν εμπόδιο στην εθνική αναγέννηση-απέκτησε απήχηση και ισχύ, θέλγοντας ειδικούς της κοινωνικής μηχανικής, της υγείας συμπεριλαμβανομένης.
Recent research concerning the relationship between music and detention/concentration camps offers crucial insights in order for focusing on certain aspects of concentration camps everyday life previously neglected. Beginning from this... more
Recent research concerning the relationship between music and detention/concentration camps offers crucial insights in order for focusing on certain aspects of concentration camps everyday life previously neglected. Beginning from this observation, this presentation focuses on the testimony of an exiled person in Makronisos concentration camp during Greek Civil War, Apostolos Bogiatzis. Having an Asia Minor refugee origin, Apostolos who lived in Athens and Piraeus during the Greek interwar period as a tailor apprentice had a first-hand experience of the social climate and the rising of rebetiko music: guitar and dance courses, visits to “tekedes” and “koutoukia” were indispensable parts of his everyday routine. During the Occupation, he joined Greek Resistance movement through the ranks of the communist-leaded National Liberation Front (EAM) and its military branch National Popular Liberation Army (ELAS). Due to this commitment, soon after the Liberation, Apostolos wanted, was arrested and finally deported to Makronisos concentration camp. There, he underwent unthinkable tortures in order to sign the infamous “declaration of repentance”, namely the repudiation of communism. A psychological one among them was that his beloved music constituted a part of the indoctrination propaganda made by Makronissos Radio Station. This presentation posed these parts of the testimony against the background of Apostolos Bogiatzis’ life experience. It attempts to explore how he recalled in his text his then-contemporary thoughts and also, how he tried to interpret this music use in order to decode the propagandistic mechanism and in this way to confront the pain and his torturers’ pressures.
Research Interests:
According to the path-breaking Fritz Ringer’s study The Decline of the German Mandarins, German Mandarins, the professors of German universities, constituted an elite stratum which was mainly based on its cultural and educational... more
According to the path-breaking Fritz Ringer’s study The Decline of the German Mandarins, German Mandarins, the professors of German universities, constituted an elite stratum which was mainly based on its cultural and educational “capital” and sought for the spiritual leadership of the German nation. The turbulent developments before and during WWI and also, during the Weimar period and the advent of the “era of the masses” considered by the Mandarins as a deep Crisis of “culture”, of “learning”, of “values” or/and of “spirit”: it was a crisis which threatened their social and cultural status and undermined their social and spiritual mission. Thus, they attempted to draw from their heritage in order to give the proper answers, either “modernists” or “orthodox”, to the questions the crisis posed: the creation of a “Cultural and Legal State” against the powers of the Machine and the technical experts, the “useful” knowledge, the German workers movement, and the class struggle. It was at this crucial turning point that prominent Greek intellectuals met with the anxiety and the concerns of German Mandarins. The Greek interwar crisis, a combined effect of the Asian Minor Disaster and of the Depression –notwithstanding the fast economic recovery, acutely posed two intertwined themes: those of national both reconstruction and new cultural orientation. Among them, politicians and intellectuals with strong bonds with Germany played a protagonist role in the contemporary developments. The sociologist Panayiotis Kanellopoulos and the philosopher Constantine Tsatsos studied in Heidelberg under the supervision of Heinrich Rickert, retained relationships with prominent German intellectuals, held university positions, and actively involved in the ideological conflicts of the time. Moreover, Ioannis Metaxas, a military engineer who had studied in the Military Academy of Berlin during 1899-1903 owe to a German-inclined Greek monarchy scholarship, had been exiled during the First World War due to his declared “germanophilia”, established his fascist-like dictatorship during 1936-1941. And many intellectuals, such as Elias Kyriakopoulos, Evangelos Lembesis, Evangelos Kyriakis, Dimitrios Vezanis, and Ioannis Stefanides among others, who had studied under the supervision and influence of certain German Mandarins, followed him. In approaching the “Greek problem”, all the above-mentioned people explicitly flirted with various aspects of Kultur versus Zivilization motive and with ideas of the so-called Conservative Revolution. This paper focuses on these discourses in order to examine how they wedded due to certain “German” influences the critique of their era with the treatment of modernity’s malaise. Drawing insights from the historical sociology of Peter Wagner, the notion of “intellectual appropriation of technology”, as it is developed by Mikael Hård and Andrew Jamison, and, finally, from certain strands of Modernist/Fascist Studies, it attempts to trace their convictions with regards to their spiritual, cultural, and political mission and to that of the Greek people in its present spiritual-political fate.
The explosion of the current Greek crisis after 2009 triggered various and contradicted theoretical approaches which searched for the strict identification of the deepest roots of crisis’ economic, political, and cultural aspects. In... more
The explosion of the current Greek crisis after 2009 triggered various and contradicted theoretical approaches which searched for the strict identification of the deepest roots of crisis’ economic, political, and cultural aspects. In spite of their differences, many of them seemed to reach by different ways at the same conclusion. The Greek Sonderweg from the 18th century onwards, and especially after the inauguration of the Modern Greek state, was considered responsible for the current crisis, either in the sense of a deviance from an alleged “European norm” or in that of the culmination of a Western-origin distortion of one undetermined indigenous “essence”. Drawing insights from seminal works of Modern Greek historiography and combining them with certain strands of Modernity Studies, I attempt to pose some questions as far as Greek modernity is concerned. I am interesting in the articulation of a so-called ‘hermeneutic’ approach which will show a greater sensitivity to the contingencies and ambivalences of modernity as such, and, specifically, of Greek modernity and its multiple faces. In this sense, today I would like to make some theoretical observations and to pose some questions which are moved towards this researching orientation.
Research Interests:
Although Asia Minor Catastrophe was the historical event which threw its heavy shadow on the Greek interwar developments, World War I was a recurred theme of political/intellectual struggle during this period too. Besides, Catastrophe... more
Although Asia Minor Catastrophe was the historical event which threw its heavy shadow on the Greek interwar developments, World War I was a recurred theme of political/intellectual struggle during this period too. Besides, Catastrophe could be conceived as the delayed end of World War I concerning Greece, while the matter of participation to the War caused the internal split that was labeled as National Schism. This paper argues that the –conflictual– remembrance of both the Great War and the Catastrophe rendered particularly important for the new political projects which were urgently responded to the tasks of national reconstruction and a new cultural orientation for the Greek nation-state. For example, what did connect the Eleftherios Venizelos’ vision during the ’20s decade to make Greece “unrecognizable” with the evocation of his stance during the War? And, how did technocrats and corporatists intellectuals of the liberal/Venizelist camp interconnect the War consequences with the necessity of organized institutions like the Supreme Economic Council? What did Germany represent in General Metaxas’ thinking during the War and how did he connect this representation with the restoration of the undermined by the French Revolution conservative ideals? What was the underlying dynamic of both the War and the National Schism, as he later reflected, which led to his dictatorship, the Greek path towards, in Peter Wagner’s terms, “organized modernity”? Which were in the prominent liberal intellectual George Theotokas’ view the forces unleashed by the dynamic of the War, leading to the re-evaluation of the demonic and vital sources of life? How a Greek version of the Soviet Revolution could, according to leading Marxist thinker Dimitrios Glinos, supersede the multi-faceted crisis which was culminated during the War and its aftermath? Exploring these and other analogous discourses, this paper attempts to identify what Spring(s) after the rites of War, in Modris Eksteins’ terms, were dreamed of during Greek interwar period and the correlated with them New Beginnings, in Roger Griffin’s terminology, as the new “sky shelters” from the era’s “profound disquietude”.
Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται στην πυκνή παρουσία ξένων συντηρητικών και φασιστών διανοουμένων στα ιδεολογικά όργανα της μεταξικής δικτατορίας, ιδίως στο περιοδικό Το Νέον Κράτος. Η παρουσία αυτή είναι διττής φύσης: από τη μία... more
Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται στην πυκνή παρουσία ξένων συντηρητικών και φασιστών διανοουμένων στα ιδεολογικά όργανα της μεταξικής δικτατορίας, ιδίως στο περιοδικό Το Νέον Κράτος. Η παρουσία αυτή είναι διττής φύσης: από τη μία πλευρά, σχετίζεται με τις αναφορές που πραγματοποιούν στο έργο τους, λ.χ. σε αυτό του Oswald Spengler, οργανικοί διανοούμενοι του μεταξικού καθεστώτος, προκειμένου είτε να νομιμοποιήσουν τις τοποθετήσεις τους είτε να «διαυγάσουν» την κοσμοθεωρία του ίδιου του Ιωάννη Μεταξά. Από την άλλη πλευρά, η οποία ίσως είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και ενδεικτική της ιδεολογικής εγρήγορσης μερίδας του καθεστώτος, η παρουσία τους αφορά στη δημοσίευση δικών τους μεταφρασμένων κειμένων, τα οποία χρονολογικά απέχουν ελάχιστα από την έκδοση των βιβλίων τους στο εξωτερικό. Σημαντικοί διανοούμενοι της αποκαλούμενης Συντηρητικής Επανάστασης (Conservative Revolution) με αξιοσημείωτη δράση και θεσμικά αξιώματα στα πλαίσια της ναζιστικής Γερμανίας ή και της Πορτογαλίας του Salazar (σε αυτή την περίπτωση, ακόμα και μετά τον Πόλεμο) παρελαύνουν στις σελίδες της μεταξικής επιθεώρησης Το Νέον Κράτος. Μελετώντας αυτή την παρουσία και στις δύο διαστάσεις της και αξιοποιώντας μεθοδολογικά και θεωρητικά «εργαλεία» τα οποία υπογραμμίζουν τον μοντερνιστικό και «μελλοντολογικά αντιδραστικό» (futural reaction) χαρακτήρα της Συντηρητικής Επανάστασης, η παρούσα ανακοίνωση σκοπεύει να ανιχνεύσει τις ιδεολογικές συμπάθειες τουλάχιστον μιας μερίδας του μεταξικού καθεστώτος, να υπογραμμίσει όψεις του μοντερνιστικού χαρακτήρα του και να συνεισφέρει, από αυτή την άποψη, στην ανατοποθέτησή του εντός του ευρύτερου πλαισίου των «σπουδών φασισμού» (Fascist Studies).
The question concerning technology can easily be identified at the core of Cornelius Castoriadis and Kostas Axelos’ –the two Greek-born philosophers with a great career in France after the Second World War– philosophical thinking. Being... more
The question concerning technology can easily be identified at the core of Cornelius Castoriadis and Kostas Axelos’ –the two Greek-born philosophers with a great career in France after the Second World War– philosophical thinking. Being influenced by Martin Heidegger’s views on technology which they modified in crucial aspects in order to articulate their own perspectives, Castoriadis and Axelos despite their differences intensively underlined the major role of Technology in the unfolding of the modern procedures. Moreover, clearly rejecting any kind of technological determinism, Castoriadis and Axelos connected from the beginning of their philosophical thinking technology issue with those of modern “democratic oligarchies” and “planetary age”, respectively. In spite of their common anti-essentialist and history-sensitive philosophical background and their anti-deterministic view on technology Castoriadis and Axelos particularly centered on the problematic connection between technology and democracy. Castoriadis, from his part, identified the main trend of modern technology with the form of “pseudo-rationality”, a “technological delirium” which canceled the imaginary of autonomy, blocked the possibility for a further democratization of European societies, and finally led to the era of “generalized conformism”. However, as Castoriadis argued, the ever present possibility for the emergence of autonomy can open the way for the emergence of “another” technology. Axelos, on the other hand, argued that Technique was the main motivating force behind the impulse towards “planetary age”. Its appearance as Techno-Bureaucracy and their expansion all-over the world has practically undermined any democratic alternative and, also, democracy itself: Technique constitutes the modern Mythology and substitutes all the great absolutes of Modern Times – Reason, Man, History, and Society. However, as Axelos argued, what comes with “planetary age” is “planetary thought”; a thought that is characterized by and harmonized with the poéticité of the world, so that it is contrasted to the predominance of Technique. Posing these insights against the background of Science and Technology Studies, this presentation attempts to critically deal with these nuanced intellectual elaborations. In doing so, it tries to point to the fertility of Castoriadis and Axelos’ thinking concerning the relationship between technology and democracy, stress the one-dimensionality of some of their reflections, and to connect these ideas with the current thinking about our present condition.
Η παρούσα ανακοίνωση επιχειρεί μια πρώτη προσέγγιση των ποικίλων τρόπων με τους οποίους μείζονες δημόσιοι διανοούμενοι στη μεταπολεμική Ελλάδα (1950-1970) αντιμετώπισαν την πρόκληση της Επιστήμης Μεγάλης Κλίμακας (Big Science) και της... more
Η παρούσα ανακοίνωση επιχειρεί μια πρώτη προσέγγιση των ποικίλων τρόπων με τους οποίους μείζονες δημόσιοι διανοούμενοι στη μεταπολεμική Ελλάδα (1950-1970) αντιμετώπισαν την πρόκληση της Επιστήμης Μεγάλης Κλίμακας (Big Science) και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Δοκιμάζει την υπόθεση ότι δύο τεμνόμενες μεταξύ τους εξελίξεις αποτέλεσαν για εκείνους αφορμή αναστοχασμού και επανεξέτασης καίριων ζητημάτων, όπως το «νόημα» του ελληνικού πολιτισμού, το μέλλον του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου, οι σχέσεις Ελλάδας-Ευρώπης, οι πολιτικές λύσεις τις οποίες θεωρούσαν ικανές να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών. Αφενός, η ρίψη της ατομικής βόμβας, ο πυρηνικός και διαστημικός ανταγωνισμός μεταξύ των υπερδυνάμεων, η μεταπολεμική ανασυγκρότηση/ανάπτυξη και η αύξηση των καταναλωτικών δυνατοτήτων έθεταν το ερώτημα των ορίων της τεχνολογικής/επιστημονικής προόδου: ήταν απότοκο της «τεχνολογικής/επιστημονικής ύβρεως» και «του Δυτικού μηδενισμού»; Μπορούσε η «ορθή» αναπλαισίωσή της να εγγυηθεί ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον; Αφετέρου, η ελλαδική μεταπολεμική ανασυγκρότηση και η έναρξη των συζητήσεων για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα αποτελούσαν πρόσθετες «προκλήσεις»: ποιες αξίες ήταν ικανές να ξορκίσουν τον τεχνολογικό εφιάλτη; Πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί η εθνική «ιδιαιτερότητα» στο πλαίσιο μιας υπερανεπτυγμένης τεχνολογικά και επιστημονικά κοινότητας; Ποιο ήταν το –πολιτισμικό– τίμημα για την επίτευξη του ποθούμενου ή/και αναπόφευκτου εναρμονισμού; Εξέχοντες δημόσιοι διανοούμενοι έθεσαν τα προαναφερθέντα ερωτήματα στο επίκεντρο του στοχασμού τους, συνδέοντάς τα ρητά με τις ευρύτερες επιδιώξεις τους, ενώ ο προβληματισμός τους διασταυρώθηκε ορισμένες φορές με αυτόν μειζόνων μορφών της ευρωπαϊκής διανόησης.
Η σταθερά επαναλαμβανόμενη στην ιστορία της πολιτικής και κοινωνικής σκέψης μεταφορική σύνδεση μεταξύ διανοούμενου και ξένου, όπως αυτή διερευνάται από τον Ολλανδό κοινωνιολόγο Dick Pels, αποτελεί τον κεντρικό άξονα της παρούσας... more
Η σταθερά επαναλαμβανόμενη στην ιστορία της πολιτικής και κοινωνικής σκέψης μεταφορική σύνδεση μεταξύ διανοούμενου και ξένου, όπως αυτή διερευνάται από τον Ολλανδό κοινωνιολόγο Dick Pels, αποτελεί τον κεντρικό άξονα της παρούσας ανακοίνωσης. Ο στόχος της κοινωνιολογίας των διανοουμένων του Pels είναι διττός: αφενός να εξετάσει ποια γνωστική δύναμη ενυπάρχει στη σχέση διανοούμενου-ξένου, αφετέρου να «ζυγίσει» τις κοινωνικοπολιτικές διακινδυνεύσεις που εγγράφονται στη σύνδεση ανάμεσα στη συνθήκη του «ίστασθαι-εκτός» (outsidership) και του επαγγέλματος της κοινωνικής κριτικής, δηλαδή της κοινωνιολογικής επιστήμης. Στις δυνατότητες περιλαμβάνεται το ότι αυτό το ιδιαίτερο ίστασθαι-εκτός προσφέρει ένα προνομιακό σημείο θέασης του κοινωνικού κόσμου, το οποίο διανοίγει νέες γνωστικές προοπτικές λειτουργώντας ως πηγή γνωστικής καινοτομίας: αυτή η κοινωνική επιστημολογία της ξενότητας ανιχνεύεται στη μαρξιστική «παραβολή» του προλεταριάτου, στη σκιαγράφηση του ξένου ως «αντικειμενικού» προσώπου από τον Simmel, στην εικόνα του Mannheim για την ελεύθερα αιωρούμενη διανόηση ως συλλογικά αποξενωμένη από μια ταξικά διαιρεμένη κοινωνία, ενώ πρόσφατα επανεπικυρώνεται στις φεμινιστικές και μετα-αποικιοκρατικές τάσεις της κριτικής επιστημολογίας (standpoint epistemology), καθώς και στην αυτοαπεικόνιση των μεταμοντέρνων διανοουμένων ως «εξορίστων» ή «νομαδικών» υποκειμένων. Οι διακινδυνεύσεις εντοπίζονται στην από μέρους των διανοουμένων αναζήτηση ευρύτερων πολιτικών δεσμεύσεων, προκειμένου να αποφύγουν την επισφαλή συνθήκη της ξενότητας: τότε ως ρητορικοί αντιπρόσωποι (spokespersons) συγκεκριμένων πολιτικών οντοτήτων –Ιστορία, Κοινωνία, Εργατική Τάξη, Έθνος, Κουλτούρα, Επιστήμη, Λαός, Λόγος, Δικαιοσύνη, κλπ–    βρίσκονται ενώπιον κινδύνων και δυνατοτήτων που ενυπάρχουν σε κάθε απόπειρα αντιπροσώπευσης/αναπαράστασης (representation): γνωστική καινοτομία, αλλά και κίνδυνος σφετερισμού. Στην προσπάθειά τους να αναγορευθούν σε αποκλειστικούς αντιπροσώπους των οντοτήτων εν ονόματι των οποίων ομιλούν, οι διανοούμενοι υποχρεώνουν σε σιωπή άλλες φωνές υποκύπτοντας στον οικουμενικό κίνδυνο που εγκατοικεί στην ίδια την αναπαράσταση/αντιπροσώπευση: την παράβλεψη του ανεξάλειπτου χάσματος ανάμεσα σε αντιπροσώπους-αντιπροσωπευομένους, την ιδιαίτερη κοινωνιολογική ξενότητα που διαχωρίζει τον ομιλούντα αντιπρόσωπο από τα υποκείμενα ή τα αντικείμενα εν ονόματι των οποίων ισχυρίζεται ότι ομιλεί. Πρόκειται για την απόκρυψη της επιτελεστικής (performative) φύσης κάθε αναπαράστασης, παρατηρεί ο Pels, προκειμένου να εμφανιστεί η κοινωνική οντότητα (Ιστορία, Κοινωνία, Εργατική Τάξη, Έθνος κλπ) την οποία επιτελεί (perform) ο διανοούμενος, ως ομιλούσα η ίδια εν ονόματι του εαυτού της: σε αυτή την απόκρυψη –με συνέπεια την πραγμοποίηση και την ουσιοκρατία– έγκειται η «μετωνυμική απάτη των διανοουμένων» (metonymic fallacy). H επιθυμία, επομένως, να διατηρηθεί μια ισχυρή επιστημολογική αξίωση σχετικά με τη δομική σύνδεση ξενότητας-διανοητικής καινοτομίας δεν μπορεί να στηρίζεται στην «εγγενή αντικειμενικότητα» της οπτικής του ξένου. είναι απαραίτητη μια αναστοχαστική στροφή η οποία α) θα αναγνωρίζει με σαφήνεια την επιτελεστική (performative) λογική της αντιπροσώπευσης/αναπαράστασης, β) θα διακρίνεται από την κριτική της ιδεολογίας και τις ερμηνευτικές της υποψίας, εστιάζοντας στο ότι όλες οι κοινωνικές οντότητες – συλλογικότητες, συμφέροντα, κλπ– έχουν ανάγκη από έναν ομιλούντα αντιπρόσωπο που τα καθιστά παρόντα, τους δίνει μια ύπαρξη ικανή να “φέρουν”, να “βαραίνουν”, να “ενεργούν” πάνω σε άλλες οντότητες στον κόσμο, και γ) θα συνιστά κριτική κάθε εγχειρήματος πραγμοποίησης, ουσιοκρατίας (essentialism), ολοποίησης (totalization). Η ανακοίνωση ακολουθεί το σχετικό επιχείρημα του Pels από τις θεωρητικές του προκείμενες ως τις case studies οι οποίες συνιστούν διανοητικές ασκήσεις υποστήριξής του και κλείνει διατυπώνοντας ορισμένες σκέψεις σχετικά με τη γονιμότητα της προσέγγισής του για μια ιστορική κοινωνιολογία Ελλήνων διανοουμένων.
Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται στα κείμενα του Π. Κανελλόπουλου στο περιοδικό Αρχείον της Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών κατά την περίοδο 1929-1935, τα οποία και προσεγγίζει υπό το πρίσμα της κοινωνιολογίας των διανοουμένων.... more
Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται στα κείμενα του Π. Κανελλόπουλου στο περιοδικό Αρχείον της Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών κατά την περίοδο 1929-1935, τα οποία και προσεγγίζει υπό το πρίσμα της κοινωνιολογίας των διανοουμένων. Υποστηρίζει πως είναι ιδιαίτερα κρίσιμα όχι μόνο για την κατανόηση και ερμηνεία της κοινωνιολογικής σκέψης του Π. Κανελλόπουλου, αλλά και για την αντίστοιχη της πολιτικής του δράσης, μια που προηγούνται της εμπλοκής του στην πολιτική με την ίδρυση του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος στα 1935. Γι’ αυτό τον λόγο και επιχειρεί να αξιοποιήσει στην προσέγγισή τους την ιδέα του διανοούμενου ως ξένου, όπως την εισηγείται ο Dick Pels, ζήτημα που σχετίζεται τόσο με τη διανοητική καινοτομία όσο και με την αντιπροσώπευση. Με βάση αυτές τις προκείμενες επιχειρεί να απαντήσει σε ερωτήματα όπως: σε σχέση με ποιους προσδιορίζεται ο Π. Κανελλόπουλος ως ξένος; Πού έγκειται η καινοτομία των λύσεων που προτείνει στη βάση της αποστασιοποίησής του από τις προτεινόμενες λύσεις για την υπέρβαση της μεσοπολεμικής κρίσης; Τέλος, πώς συνδέεται αυτή η επιτέλεση της θέσης του διανοουμένου με τις πολιτικές λύσεις που ο Κανελλόπουλος εισηγείται;
Ο Timothy Snyder τονίζει την αξία του εντοπισμού του ακριβούς αριθμού των θυμάτων, γιατί αυτό υπογραμμίζει πως κάθε ζωή είναι μοναδική: « μπορεί οι “κουλτούρες της μνήμης”[να] οργανώνονται καλύτερα όταν οι αριθμοί είναι... more
Ο Timothy Snyder τονίζει την αξία του εντοπισμού του ακριβούς αριθμού των θυμάτων, γιατί αυτό υπογραμμίζει πως κάθε ζωή είναι μοναδική: « μπορεί οι “κουλτούρες της μνήμης”[να] οργανώνονται καλύτερα όταν οι αριθμοί είναι στρογγυλοί ωστόσο, η ανάμνηση των νεκρών είναι πιο ουσιαστική όταν οι αριθμοί δεν είναι στρογγυλοί, δεν τελειώνουν καν σε μηδέν. Μιλώντας για τους 170.863 που εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων της Τρεμπλίνκα, μπορώ έτσι να φαντάζομαι πως το τελικό ψηφίο 3 του εξαψήφιου αριθμού αντιστοιχεί στην Ταμάρα Βίλενμπεργκ και την αδελφή της την Ίτα, των οποίων τα ρούχα κρέμονταν δίπλα-δίπλα μετά την εξόντωσή τους, καθώς και στη Ρουθ Ντόρφμαν, που μπόρεσε να κλάψει μπροστά στον άνδρα που της έκοβε τα μαλλιά πριν μπει στο θάλαμο αερίων».
          Γιατί ακριβώς αυτή τη μοναδικότητα και ανθρωπιά ήθελαν οι δήμιοί τους να εκμηδενίσουν. Τα θύματα, από την άλλη πλευρά, αυτή την ανθρωπιά ως πυρήνα της υπόστασής τους ήθελαν πάση θυσία να διατηρήσουν. Το απόσταγμα των μαρτυριών, κατά τον Vasily Grossman, της Τρεμπλίνκα, όπου «συνάντησε» τον ναζιστικό αντισημιτικό εξολοθρευτισμό, προτού αντιμετωπίσει τον σταλινικό αντισημιτισμό, ήταν ακριβώς αυτό:
          «Οι ζωντανοί νεκροί της Τρεμπλίνκα διαφύλασσαν μέχρι το τελευταίο λεπτό όχι μόνο την εικόνα και την ομοίωση του ανθρώπου, αλλά και την ψυχή τους! Οι διηγήσεις για τις γυναίκες που προσπάθησαν να σώσουν τους γιους τους και προέβησαν γι’ αυτό σε μεγάλες, απέλπιδες πράξεις, για νέες μητέρες που έκρυψαν, που τύλιξαν τα βυζανιάρικα μωρά τους σε μπόγους και τα κάλυψαν με το κορμί τους… Κανείς δεν ξέρει και δεν πρόκειται ποτέ να μάθει τα ονόματα αυτών των μανάδων. Υπάρχουν μαρτυρίες για δεκάχρονα κορίτσια που με θεϊκή σοφία παρηγορούσαν τους γονείς τους που έκλαιγαν, για ένα αγοράκι που φώναξε στην είσοδο του θαλάμου αερίων: “Θα πάρουν εκδίκηση οι Ρώσοι, μαμά, μην κλαις!” [...] Κανείς δεν ξέρει και δεν πρόκειται ποτέ να μάθει πώς τα έλεγαν αυτά τα παιδιά. Ο χιτλερισμός αφαίρεσε από αυτούς τους ανθρώπους το σπίτι, τη ζωή, θέλησε να σβήσει από τη μνήμη του κόσμου τα ονόματά τους. Κι όμως, όλοι αυτοί, και οι μητέρες που σκέπασαν με τα κορμιά τους τα παιδιά τους, και τα παιδιά που σκούπισαν τα δάκρυα από τα μάτια των πατεράδων τους, και αυτοί που πάλεψαν με τα μαχαίρια και πέταξαν χειροβομβίδες, και αυτοί που έπεσαν σ’ εκείνη τη νυχτερινή σφαγή, και το γυμνό κορίτσι, που σαν θεά κάποιου αρχαιοελληνικού μύθου αναμετρήθηκε μία με δεκάδες – όλοι αυτοί, αυτοί που αναχώρησαν για την ανυπαρξία, έκαναν αιώνιο το καλύτερο όνομα, αυτό που δεν κατάφερε να τσαλαπατήσει στο χώμα η συμμορία των Χίτλερ-Χίμμλερ, το όνομα Άνθρωπος. Στους δικούς τους τάφους η ιστορία θα γράψει “Ενθάδε κείται ο Ά ν θ ρ ω π ο ς!”».
Research Interests:
Θα ήθελα να αρχίσω με μια παρατήρηση, ιστορική και ιστοριογραφική. Πολλές φορές η έμφαση σε μελέτες που προσεγγίζουν/διερευνούν διεθνικούς ή/και παγκόσμιους μετασχηματισμούς στις οποίες εντάσσεται και η ελληνική ιστορία, θεωρείται –και... more
Θα ήθελα να αρχίσω με μια παρατήρηση, ιστορική και ιστοριογραφική. Πολλές φορές η έμφαση σε μελέτες που προσεγγίζουν/διερευνούν διεθνικούς ή/και παγκόσμιους μετασχηματισμούς στις οποίες εντάσσεται και η ελληνική ιστορία, θεωρείται –και αναμφίβολα είναι– καλοδεχούμενη κι επιθυμητή αποστασιοποίηση από στενόμυαλους εθνοκεντρισμούς, απεγκλωβισμός από προκαταλήψεις και στερεότυπα, από μια ιστοριογραφία περιορισμένων εθνικών οριζόντων, ενώ υπερβαίνει και την αντίληψη κέντρου-περιφέρειας, εκσυγχρονισμού-υστέρησης και τα συναφή: επιτέλους, πολύ ορθά, τονίζεται, η ελληνική περίπτωση τοποθετείται στο πλαίσιο ευρύτερων μετασχηματισμών. Πολύ φοβάμαι, ωστόσο, ότι αυτή η θεώρηση, μολονότι κατ’ αρχήν γόνιμη, μένει κατά κάποιο τρόπο στα μισά του δρόμου. Η ολοκλήρωση της διαδρομής, κατά τη γνώμη μου, κι είναι κάτι για παράδειγμα που το τονίζει ο Jay Winter, προϋποθέτει το να τεθεί με σαφήνεια και ευθύτητα το ερώτημα: τι μας μαθαίνουν αυτές οι μελέτες για την ενταγμένη στον ευρύτερο ορίζοντα ελληνική περίπτωση; Ποια διεθνικά παράθυρα ανοίγουν για να κοιτάξουμε από άλλες πλευρές το εθνικό, τι ερωτήματα θέτουν, ποιους προβληματισμούς εγείρουν και προκαλούν πώς μας βοηθούν ή μας αναγκάζουν να ανοίξουμε ξανά ζητήματα που θεωρούσαμε τελειωμένα, πέρα από στερεότυπα και αποσιωπήσεις. Με άλλα λόγια, τι μαθαίνει κανείς από τις διαφορετικές οπτικές που φέρνει στο προσκήνιο η διεθνική ιστορία, για την εθνική, πώς η πρώτη εμπλουτίζει τη δεύτερη: και μάλιστα, στην κατεύθυνση αυτού που ο συγγραφέας βλέπει ως αποστολή της ιστορίας, την αποκάλυψη των βρώμικων οικογενειακών μυστικών. Κατά μία έννοια, αυτές οι σκέψεις αποτελούν ένα μεθοδολογικό περίγραμμα όσων θα εκτεθούν παρακάτω, εκκινώντας από το τι προσφέρει η διεθνική (transnational) ερμηνευτική προσέγγιση της ιστορίας γενικά, αλλά και ειδικότερα στις ελληνικές πολιτικές της περιόδου από το 1919 έως το 1923, αλλά και προγενέστερα (ήδη από το 1912).
Research Interests:
Η επέτειος των 100 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης έδωσε την αφορμή διεξαγωγής συνεδρίων και παραγωγής σχετικής αρθρογραφίας, όπου η συμφωνία εξαίρεται ως «λαμπρή», ένα «αριστούργημα της διπλωματίας», ενόσω δεν... more
Η επέτειος των 100 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης έδωσε την αφορμή διεξαγωγής συνεδρίων και παραγωγής σχετικής αρθρογραφίας, όπου η συμφωνία εξαίρεται ως «λαμπρή», ένα «αριστούργημα της διπλωματίας», ενόσω δεν περισσεύουν οι ευχές για τη μακροημέρευσή της. Η αντίστοιχη ρητορική
δεν είναι καινούρια, απαντάται ήδη στον Λόρδο Curzon, ενώ αποτελεί κοινό τόπο αρκετών ιστορικών της περιόδου. Αν, ωστόσο, επιστρέψει κανείς στην εποχή, ίσως οφείλει να είναι περισσότερο επιφυλακτικός και συγκρατημένος, όπως μας προτρέπει ο Jay Winter στο μείζον –με συγκινητικό εξώφυλλο– βιβλίο του: οι New York Times της 26/7/1923 λ.χ., παραθέτει, ήταν λιγότερο εντυπωσιασμένοι, ενώ η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, καταστατικό στοιχείο της Συνθήκης και προϋπόθεση για την υπογραφή της, δεν περιποιούσε σε κανέναν από τους αρχιτέκτονές της ιδαίτερη τιμή: όπως γράφουν οι Jonathan Conlin και Ozan Ozavci, η ιδέα είχε μεν πολλούς πατέρες, κανένα όμως διατεθειμένο να αναλάβει την ευθύνη της πατρότητας.  Ο David Mitrany το 1936 –τον παραθέτει στο πρωτοποριακό, αλλά έκτοτε ξεχασμένο στην Ελλάδα άρθρο του ο John Petropoulos– εξηγούσε αυτή τη στάση: η υποχρεωτική μεταφορά πληθυσμών «παραβίασε όλες τις αποδεκτές αρχές του διεθνούς δικαίου, όπως και όλες τις ανθρωπιστικές παραδόσεις της Ευρώπης». Είναι ευτύχημα λοιπόν, η συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, αλλά και –ίσως ακόμη περισσότερο για τα καθ’ ημάς– η μετάφραση και έκδοση του έργου στα ελληνικά. κάτι που φυσικά πιστώνεται στον μεταφραστή του Ανδρέα Κίκηρα, την επιστημονική επιμελήτρια του έργου Έλλη Λεμονίδου και τον εκδοτικό οίκο Πεδίο. Κι αυτό γιατί, αφενός μας εισαγάγει σε μια σοβαρότατη διεθνή ιστορική και ιστοριογραφική συζήτηση που αφορά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τις διαρκείς επιδράσεις του σε όσα ακολούθησαν έως και σήμερα ακόμη, συζήτηση εν πολλοίς άγνωστη στη δημόσια σφαίρα μας παρά την προφανή σημασία για τα καθ’ ημάς και τις οξείες κρίσεις της για τις ελληνικές επιλογές της περιόδου. αφετέρου, κατά συνέπεια, μας καλεί να αναστοχαστούμε και να προβληματιστούμε για ορισμένα ελληνικά ζητήματα, τα οποία εκ των πραγμάτων ξανανοίγουν και χρειάζεται να ερωτηθούν.
Research Interests:
Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος, θεωρούμενος σε συνάρτηση με τις γενικότερες ευρωπαϊκές εξελίξεις, συστήνει μια κρίσιμη περίοδο, στην οποία ρίχνει τη βαριά σκιά της η Μικρασιατική Καταστροφή: εποχή συντριβής αλλά και εντατικής αναζήτησης νέων... more
Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος, θεωρούμενος σε συνάρτηση  με τις γενικότερες ευρωπαϊκές εξελίξεις, συστήνει μια κρίσιμη περίοδο, στην οποία ρίχνει τη βαριά σκιά της η Μικρασιατική Καταστροφή: εποχή συντριβής αλλά και εντατικής αναζήτησης νέων ιδεωδών από νέα καλλιτεχνικά και ιδεολογικά ρεύματα. οξυμμένων κοινωνικών προβλημάτων και συγκρούσεων, αλλά και θέσπισης καινούργιων θεσμών.  πολιτικής αναταραχής και οικονομικής ανάπτυξης. Η παρουσίαση αποπειράται να συνομιλήσει  με τη διαλεκτική καταστροφής και αναγέννησης στον ελληνικό Μεσοπόλεμο, που ορίζεται από την αίσθηση του τέλους μιας εποχής και την ανάγκη «νέων ξεκινημάτων» στη βάση καινούριων κοινωνικοπολιτικών σχεδίων.
Research Interests:
Στο οπισθόφυλλο αυτού του βιβλίου έχει γραφτεί ότι «κάθε στιγμή του βίου του Απόστολου Μπογιατζή συνδέθηκε αναπόσπαστα με τις μεγάλες ιδεολογίες, τους φορείς τους, καθώς και τα δραματικά συμβάντα του 20ού αιώνα». Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η... more
Στο οπισθόφυλλο αυτού του βιβλίου έχει γραφτεί ότι «κάθε στιγμή του βίου του Απόστολου Μπογιατζή συνδέθηκε αναπόσπαστα με τις μεγάλες ιδεολογίες, τους φορείς τους, καθώς και τα δραματικά συμβάντα του 20ού αιώνα». Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η θέση από την οποία πραγματοποιήθηκε αυτή η αναπόσπαστη σύνδεση: την προσδιορίζει ο ίδιος μέσα στη μαρτυρία του, μια θέση σχεδόν περιθωριακή: «εκεί στις φυλακές και τις εξορίες ήμουν ο τελευταίος τροχός της άμαξας». Δεν ξέρω αν ισχύει ότι «πρέπει να είσαι εκτός προκειμένου να δεις σωστά», αλλά καμιά φορά, όντας εκτός, μπορεί να δεις αλλιώς. Κι αν έχεις τη ντομπροσύνη και να το γράψεις, ενδέχεται να δημιουργήσεις μια μοναδική και διαφορετική εικόνα για πλήθος συνθηκών: το απάνθρωπο μαρτύριο στη Μακρόνησο στο πλαίσιο του «πολιτισμού» της βίας του εμφυλιακού κράτους, τις «γκρίζες ζώνες» του στρατοπέδου, την έγνοια για τη διάσωση της μνήμης των μαρτυρίων των συντρόφων, την κατάπτωση του κύρους της κομματικής ηγεσίας, την απόπειρα να περισώσεις την κατάφαση στη ζωή μπροστά στην επέλαση της βαρβαρότητας. Έτσι, η ανάδειξη αυτής της μαρτυρίας μου φέρνει στο μυαλό όσα γράφει ο Τίμοθυ Σνάιντερ για την αξία εντοπισμού του ακριβούς αριθμού των θυμάτων: κάθε ζωή είναι μοναδική, μπορεί «οι "κουλτούρες της μνήμης" [να] οργανώνονται καλύτερα όταν οι αριθμοί είναι στρογγυλοί· ωστόσο, η ανάμνηση των νεκρών είναι πιο ουσιαστική όταν οι αριθμοί δεν είναι στρογγυλοί, δεν τελειώνουν καν σε μηδέν. Μιλώντας για τους 170.863 που εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων της Τρεμπλίνκα, μπορώ έτσι να φαντάζομαι πως το τελικό ψηφίο 3 του εξαψήφιου αριθμού αντιστοιχεί στην Ταμάρα Βίλενμπεργκ και την αδελφή της την Ίτα, των οποίων τα ρούχα κρέμονταν δίπλα-δίπλα μετά την εξόντωσή τους, καθώς και στη Ρουθ Ντόρφμαν, που μπόρεσε να κλάψει μπροστά στον άνδρα που της έκοβε τα μαλλιά πριν μπει στο θάλαμο αερίων». Η αξία λοιπόν αυτής της μαρτυρίας έγκειται στο να μη χαθεί ούτε και να εργαλειοποιηθεί αυτή η ανθρώπινη μοναδικότητα, η ανθρώπινη υποκειμενικότητα: των «υποκειμενικοτήτων» στις οποίες αναφέρεται, και της «υποκειμενικότητας» που τη συνέγραψε και υπήρξε ταπεινός πρωταγωνιστής και αυτόπτης μάρτυρας κομβικών ιστορικών γεγονότων. Με την ντομπροσύνη, τη γενναιότητα και την ευστροφία του αποτέλεσε και αποτελείυπόδειγμα για το ότι η διαρκής κατάφαση στη χαρά της ζωής συνιστά τη μόνη αληθινά επαναστατική πράξη και αξιοβίωτη στάση.
Research Interests:
Θα ήθελα να ξεκινήσω αυτή την ομιλία, αναφερόμενος στο ότι η προφορική ιστορία δεν είναι το επιστημονικό μου πεδίο. Αλλά όπως την καταλαβαίνω, έχει μια λειτουργία παραπλήσια με αυτή που αποδίδει ο Τίμοθυ Σνάιντερ στην αξία εντοπισμού του... more
Θα ήθελα να ξεκινήσω αυτή την ομιλία, αναφερόμενος στο ότι η προφορική ιστορία δεν είναι το επιστημονικό μου πεδίο. Αλλά όπως την καταλαβαίνω, έχει μια λειτουργία παραπλήσια με αυτή που αποδίδει ο Τίμοθυ Σνάιντερ στην αξία εντοπισμού του ακριβούς αριθμού των θυμάτων: «Από τη στιγμή που κάποιος συγκαταλέγεται σε ένα μεγάλο σύνολο θυμάτων τείνει να γίνει και ανώνυμος. Η ένταξη ενός θύματος σε κάποια εθνική ιστορική μνήμη, συχνά ανταγωνιστική προς άλλες εθνικές ιστορικές μνήμες που διεκδικούν μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων, σημαίνει και απώλεια της μοναδικότητας του. Με όλη της την περιπλοκότητα, η Ιστορία είναι ό, τι έχουμε στη διάθεσή μας και μπορούμε να το μοιραζόμαστε. Έτσι, ακόμα και όταν καταφέρνουμε να εντοπίσουμε τον ακριβή αριθμό των θυμάτων, δεν είναι σκόπιμο να εφησυχάζουμε· ο ακριβής αριθμός δεν αρκεί. Κάθε ζωή είναι μοναδική· δεν αρκεί, λοιπόν, να προσδιορίσουμε τον ακριβή αριθμό των νεκρών. Καθένας και καθεμιά από τα θύματα ήταν και μια ανθρώπινη οντότητα. [...] Οι «κουλτούρες της μνήμης» οργανώνονται καλύτερα όταν οι αριθμοί είναι στρογγυλοί· ωστόσο, η ανάμνηση των νεκρών είναι πιο ουσιαστική όταν οι αριθμοί δεν είναι στρογγυλοί, δεν τελειώνουν καν σε μηδέν. [...] Μιλώντας για τους 170.863 που εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων της Τρεμπλίνκα, μπορώ έτσι να φαντάζομαι πως το τελικό ψηφίο 3 του εξαψήφιου αριθμού αντιστοιχεί στην Ταμάρα Βίλενμπεργκ και την αδελφή της την Ίτα, των οποίων τα ρούχα κρέμονταν δίπλα-δίπλα μετά την εξόντωσή τους, καθώς και στη Ρουθ Ντόρφμαν, που μπόρεσε να κλάψει μπροστά στον άνδρα που της έκοβε τα μαλλιά πριν μπει στο θάλαμο αερίων». Η αξία λοιπόν της προφορικής ιστορίας έγκειται στο να μη χαθεί αυτή η ανθρώπινη μοναδικότητα. και αυτό αφορά κατ' εξοχήν αυτή τη μαρτυρία: και τη μοναδικότητα που τη συγγράφει, αλλά και τις μοναδικότητες στις οποίες αναφέρεται. Κάθε στιγμή του βίου του Απόστολου Μπογιατζή συνδέθηκε αναπόσπαστα με τις μεγάλες ιδεολογίες, τους φορείς τους, καθώς και τα δραματικά συμβάντα του 20ού αιώνα. Ο ίδιος υπήρξε ταπεινός πρωταγωνιστής και αυτόπτης μάρτυρας κομβικών ιστορικών γεγονότων. Eίναι γραμμένη-χωρίς υπερβολή-με την καρδιά του, την ψυχή του και το αίμα του για όλα αυτά που πίστεψε και όλα από όσα ρήμαξε.
Research Interests:
H παρουσίαση-εισήγησή μου στην Ημερίδα για την "Ευγονική και τη σύγχρονη μετεξέλιξή της" (αμφιθέατρο Ινστιτούτου Παστέρ, 12/04/2019) με αφορμή το βιβλίο του Γιώργου Κόκκινου, Η ευγονική δυστοπία, εκδόσεις Θίνες, Αθήνα 2018.
Research Interests:
Δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς ότι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κάθε φορά που διαμορφώνοντας συνθήκες που βιώνονται ως κρίση, το υπόδειγμα που οι ιστορικοί δρώντες επικαλούνται στην προσπάθειά τους να αναγορευτούν σε... more
Δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς ότι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κάθε φορά που διαμορφώνοντας συνθήκες που βιώνονται ως κρίση, το υπόδειγμα που οι ιστορικοί δρώντες επικαλούνται στην προσπάθειά τους να αναγορευτούν σε αποκλειστικούς ερμηνευτές τους και να προβλέψουν την έκβασή τους, είναι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η υποτιθέμενη «μοιραία αποτυχία» της. αυτός ο πληθωρισμός αναφορών στη Βαϊμάρη ή/και στο «σύνδρομό» της δεν αποτελεί, βέβαια, ελληνικό φαινόμενο.  Είτε αποδίδοντας την «αποτυχία» της στη συμμαχία των ιδεολογικών άκρων εναντίον των μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων της Δεξιάς και της Αριστεράς είτε χαρακτηρίζοντας τη Δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1918 ως απλό επιφαινόμενο που έφερε εντός της τον σπόρο του ολοκληρωτισμού, οι αφηγήσεις της «αποτυχίας» μοιράζονται μια κοινή αφετηρία: προσεγγίζουν τις εξελίξεις των ετών 1918-1933 ξεκινώντας από την κατάρρευση και τα όσα τραγικά ακολούθησαν, και στη συνέχεια αναζητούν αναδρομικά να εντοπίσουν όλα όσα προεικόνιζαν αυτό που νομοτελειακά θα συνέβαινε.
Αν όμως, αφετηρία αποτελέσει η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, όταν κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια –ούτε καν μετά τις εκλογές του 1928– τα όσα ακολούθησαν, η εικόνα αλλάζει. Το κείμενο αυτό σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζεται ότι –ούτε και θα μπορούσε να– αποτελεί πλήρη επισκόπηση της σκέψης και της κουλτούρας της Βαϊμάρης. Βασίζεται σε βιβλιογραφία και πρόσφατη ιστορική έρευνα –θεωρώντας ότι αξίζει να την παρουσιάσει κριτικά– που δεν προσεγγίζει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στη βάση της αντιφιλελεύθερης αφήγησης –με απήχηση τόσο στη Δεξιά όσο και την Αριστερά– η οποία την παρουσίαζε ως εκ γενετής καταδικασμένη, λόγω των αδυναμιών της και της πολιτικής διαφθοράς, συνδυασμός ο οποίος την καθιστούσε αξιοθρήνητη αποτυχία. Αυτή η έρευνα αναδεικνύει τα πολλαπλά πρόσωπα της σκέψης και της κουλτούρας της Βαιμάρης, υπογραμμίζοντας ότι η νεωτερικότητά της δεν ήταν μονοσήμαντη, αλλά πολλαπλή, όπως άλλωστε και οι γερμανικές νεωτερικότητες εν γένει,  ή, όπως συνολικά, η νεωτερικότητα (ή μήπως, οι νεωτερικότητες;).  Σε αυτή την οπτική, η κατάρρευση της Δημοκρατίας προσεγγίζεται ως μία από τις πολλές ενδεχόμενες εκβάσεις της, η οποία επισυνέβη ακριβώς λόγω της σύμπτωσης πολλών κρίσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα θεμέλια οποιασδήποτε δημοκρατικής θέσπισης. Επίσης, υπογραμμίζεται ο πειραματικός και ιδιαίτερα πλούσιος πολιτισμικά χαρακτήρας πολλών εξελίξεων στη σκέψη και την κουλτούρα της Βαϊμάρης, οι οποίες και σήμερα ακόμη μας συντροφεύουν και μας δίνουν ποικίλες αφορμές έμπνευσης. Στη συνέχεια αυτής της ενότητας θα εκτεθούν οι μεθοδολογικές αφετηρίες της σχετικής ιστοριογραφίας, ενώ στις επόμενες ενότητες θα παρουσιαστούν οι ποικίλες προσεγγίσεις της σε όψεις της σκέψης και της κουλτούρας –κριτική της μαζικής κουλτούρας, λογοτεχνία και τέχνες, δίκαιο, κοινωνιολογία και φύλο, φιλοσοφία, θεολογία– της Βαϊμάρης.
Research Interests:
Αναζητώντας ένα νέο ξεκίνημα: η οικειοποίηση της τεχνολογίας και του επιστημονικού ιδεώδους στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου Η εισήγηση αυτή πραγματεύεται τους ποικίλους τρόπους οικειοποίησης της ιδεολογίας της επιστήμης και της τεχνολογίας... more
Αναζητώντας ένα νέο ξεκίνημα: η οικειοποίηση της τεχνολογίας και του επιστημονικού ιδεώδους στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου Η εισήγηση αυτή πραγματεύεται τους ποικίλους τρόπους οικειοποίησης της ιδεολογίας της επιστήμης και της τεχνολογίας από κορυφαίους πολιτικούς και διανοουμένους κατά την περίοδο του Ελληνικού Μεσοπολέμου. Υποστηρίζει ότι το ζήτημα της τεχνολογικής/επιστημονικής ανάπτυξης, άμεσα συνδεδεμένο με την κοινωνικοπολιτική ανασυγκρότηση και τον νέο πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους, το απαραίτητο νέο ξεκίνημα ύστερα και από την εν τοις πράγμασι κατάρρευση της «Μεγάλης Ιδέας», συνέστησε έναν από τους κεντρικούς προβληματισμούς αυτής της κρίσιμης περιόδου. Η προβληματική δεν αφορούσε αποκλειστικά σε κύκλους «ειδημόνων». εκφράστηκε με ιδιαίτερη ένταση και συχνότητα στον δημόσιο λόγο διακεκριμένων πολιτικών και διανοουμένων. Έτσι, εξετάζει ομιλίες και κείμενά τους, επιχειρώντας να απαντήσει στα ακόλουθα ερωτήματα: με ποιους τρόπους οι αντιμαχόμενοι αυτοί «λόγοι» οικειοποιήθηκαν την «τεχνολογία»; Πώς προσέλαβαν την ιδέα της «επιστήμης», προκειμένου να τεκμηριώσουν την ανωτερότητα των θέσεων, των σχεδίων και των οραμάτων τους; Πώς συνέδεσαν αυτές τις οικειοποιήσεις με την υπέρβαση των συνθηκών τις οποίες χαρακτήριζαν και όριζαν ως «κρίση», αλλά και με τον «ορθό» μελλοντικό ιδεολογικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους;
Research Interests:
Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων επανέφεραν τις απόψεις του Παναγιώτη Κονδύλη για την ελληνική περίπτωση στο προσκήνιο. Αν εξαιρέσουμε την προχειρόλογη απόρριψή τους, εύκολα μπορεί να υποστηριχτεί ότι ο Κονδύλης θεωρήθηκε προφήτης της... more
Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων επανέφεραν τις απόψεις του Παναγιώτη Κονδύλη για την ελληνική περίπτωση στο προσκήνιο. Αν εξαιρέσουμε την προχειρόλογη απόρριψή τους, εύκολα μπορεί να υποστηριχτεί ότι ο Κονδύλης θεωρήθηκε προφήτης της κρίσης: όλες οι ιδεολογικές τάσεις «κατασκεύασαν» τον «αληθινό» Κονδύλη, αυτοαναγορεύθηκαν σε αντιπροσώπους του και αποσύρθηκαν από τη σκηνή αφήνοντάς τον να μιλάει για λογαριασμό τους, επιδιώκοντας την «εξημέρωση» ενός δύσπεπτου στοχαστή. Αντί αυτού, στα όρια της παρούσας ομιλίας και με αφετηρία τα όσα έγραψε για την ελληνική νεωτερικότητα, θα επιχειρήσω να πραγματευθώ κριτικά τις αντινομικές και ενδιαφέρουσες θέσεις του, και επίσης να δείξω αυτό που θεωρώ καίρια συμβολή του στα σχετικά ζητήματα, αλλά και αυτά που φαίνονται στο σκεπτικό μου ως όρια της σκέψης του.
Research Interests:
Το ξέσπασμα της τρέχουσας ελληνικής κρίσης από το 2009 και εξής αποτέλεσε την αφορμή για την εμφάνιση/επανεμφάνιση αντιτιθέμενων μεταξύ τους προσεγγίσεων. Εντούτοις, και παρά τις διαφορές τους, μοιάζουν να φτάνουν μέσω διαφορετικών... more
Το ξέσπασμα της τρέχουσας ελληνικής κρίσης από το 2009 και εξής αποτέλεσε την αφορμή για την εμφάνιση/επανεμφάνιση αντιτιθέμενων μεταξύ τους προσεγγίσεων. Εντούτοις, και παρά τις διαφορές τους, μοιάζουν να φτάνουν μέσω διαφορετικών διαδρομών στο ίδιο συμπέρασμα: ότι η ελληνική «ιδιαίτερη πορεία» από τον 18 ο αι. και εξής, και ιδίως μετά την ίδρυση του νεώτερου ελληνικού κράτους, νοούμενη είτε ως απόκλιση από έναν «ευρωπαϊκό κανόνα» είτε ως δυτικόφερτη διαστρέβλωση και αλλοίωση μιας ακαθόριστης εθνικής ουσίας, είναι υπεύθυνη για την τωρινή κρίση. Ανάμεσα σε αυτές, ξεχωριστή θέση έχουν, νομίζω, οι προσεγγίσεις των Π. Κονδύλη και Κ. Καστοριάδη, οι οποίες εγείρουν σοβαρούς προβληματισμούς και στις οποίες θα επανέλθω. Προκαταβολικά όμως, να πω ότι έχω πολλές επιφυλάξεις για το κατά πόσο εμβαθύνουμε στην κατανόηση της «ελληνικής περίπτωσης», όταν απλώς αναζητούμε αποκλίσεις ή αλλοιώσεις. Σκέφτομαι όσα γράφει ο Stefan Collini για τον «ιδιαίτερο» ή «αποκλίνοντα» ρόλο κάθε εθνικής ιστορίας. Υποστηρίζει πως πράγματι, καθεμία από τις μείζονες, και όχι μόνο, κοινωνίες είναι με τον τρόπο της ιδιαίτερη. Ωστόσο, μολονότι σχετικοί ισχυρισμοί –«οι αγγλικές ιδιαιτερότητες», «η γερμανική ιδιαίτερη πορεία», «ο αμερικανικός εξαιρετισμός», «η γαλλική μοναδικότητα»– είναι ευρύτατα διαδεδομένοι, ποια είναι η κοινή «νόρμα» εξέλιξης βάσει της οποίας εντοπίζονται αποκλίσεις; Στις σχετικές συζητήσεις, παρατηρεί, μια υποτιθέμενη ευρωπαϊκή «νόρμα» λειτουργεί ως κριτήριο σύγκρισης. Αυτή όμως, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η στερεοτυπική, και για αυτό επιφανειακή, περιγραφή μιας άλλης ιδιαίτερης περίπτωσης. Έτσι, συγκαλύπτεται ότι τέτοιο γενικό πρότυπο δεν υπάρχει. Αντί λοιπόν, για να επιστρέψω στα καθ' ημάς, να υποστασιοποιείται «δυτικό υπόδειγμα» και «ελληνική ιδιαιτερότητα» αντίστοιχα, η έμφαση μπορεί να αποδοθεί στον εντοπισμό αλληλεπιδράσεων, αντινομιών και αντιφάσεων. Η ελληνική περίπτωση, έτσι, μπορεί να τοποθετηθεί στα συμφραζόμενα ενός ευρύτερου μετασχηματισμού, όπoυ και βιώνει τους συγκλονιστικούς κραδασμούς που αυτός
Research Interests:
Αν και αυτή η ομιλία επικεντρώνεται στους φασιστικούς τόπους οι οποίοι μπορούν να εντοπιστούν στον δημόσιο λόγο του ελληνικού Μεσοπολέμου, θα ξεκινήσει από μία συνοπτική αναφορά στους διάχυτους την ίδια περίοδο μοντερνιστικούς τόπους. κι... more
Αν και αυτή η ομιλία επικεντρώνεται στους φασιστικούς τόπους οι οποίοι μπορούν να εντοπιστούν στον δημόσιο λόγο του ελληνικού Μεσοπολέμου, θα ξεκινήσει από μία συνοπτική αναφορά στους διάχυτους την ίδια περίοδο μοντερνιστικούς τόπους. κι αυτό γιατί, ακολουθώντας τον Roger Griffin, ήταν η προγραμματική διάσταση του μοντερνισμού που καταδεικνύει ότι οι μοντερνιστικές καλλιτεχνικές και πολιτικές αναζητήσεις από το 1850 ως και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό που εκείνος αποκαλεί μοντερνιστικό ήθος, αναζήτηση ενός νέου ξεκινήματος (Aufbruch) και προσδοκίες παλιγγένεσης, δεν αποτέλεσαν μονοπώλιο  της Αριστεράς, αλλά συνδέθηκαν με αντίστοιχες της Δεξιάς, καθιστώντας κατανοητό πώς πλήθος διανοούμενων, επιστημόνων, καλλιτεχνών, ειδικών του «σχεδιασμού» και της «κοινωνικής μηχανικής» θέλχθηκαν από αλλά και υποστήριξαν ενεργά τα φασιστικά σχέδια κοινωνικής αναμόρφωσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι μόνη η διατύπωση των μοντερνιστικών τόπων συνιστά ταύτιση με τον φασισμό, δείχνει ωστόσο ότι ο φασισμός αντλούσε από μια ευρύτερη μήτρα, η οποία επέτρεπε συμφύρσεις και αντιμεταθέσεις που εκ πρώτης όψεως μπορούν να χαρακτηριστούν μη αναμενόμενες. Δοκιμάζοντας την υπόθεση ότι με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εμπειρία της Κρίσης η ελληνική κοινωνία αποτελούσε, στους όρους του Roger Griffin, μια «δυσφορούσα και υπό πίεση κοινωνία» (stressed society), αυτή η ομιλία επιχειρεί να εντοπίσει τα πολιτικά/πολιτισμικά διακυβεύματα, με τα οποία συνδέθηκαν οι προαναφερθέντες μοντερνιστικοί τόποι και βέβαια τους συνδεδεμένους μαζί τους φασιστικούς.
Η παρούσα εισήγηση δεν φιλοδοξεί να συγκροτήσει μια μετα-αφήγηση για τη συνολική ερμηνεία της ελληνικής νεωτερικότητας. Απεναντίας, εκκινεί από τους μεθοδολογικούς και επιστημολογικούς προβληματισμούς που δημιουργήθηκαν στην προσπάθεια... more
Η παρούσα εισήγηση δεν φιλοδοξεί να συγκροτήσει μια μετα-αφήγηση για  τη συνολική ερμηνεία της ελληνικής νεωτερικότητας. Απεναντίας, εκκινεί από τους μεθοδολογικούς και επιστημολογικούς προβληματισμούς που δημιουργήθηκαν στην προσπάθεια προσέγγισης όψεων της ιδεολογικής, πολιτικής και ευρύτερης πολιτισμικής αντιπαράθεσης κατά την περίοδο του ελληνικού Μεσοπολέμου , μιας περιεκτικής πραγμάτευσης της θέσης του Παναγιώτη Κονδύλη για την ελληνική νεωτερικότητα  (αλλά και στην προσπάθεια συγκρότησης μιας ιστορικής κοινωνιολογίας των διανοουμένων κατά την περίοδο 1950-1967 ). Μια πρώτη «αίσθηση» ότι πολλές από τις υπάρχουσες προσεγγίσεις της ελληνικής νεωτερικότητας αδυνατούν να συλλάβουν την πολυπλοκότητα του φαινομένου, υποστασιοποιώντας και φορτίζοντας θετικά ή αρνητικά την «πολιτισμική ιδιαιτερότητα» και/ή ουσιοποιώντας αντίστοιχα το «Δυτικό υπόδειγμα» και τα υποτιθέμενα «στάδια» εξέλιξής του, οδήγησαν σε ‘ερμηνευτικές’ προσεγγίσεις της νεωτερικότητας, οι οποίες αποδίδουν ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο με τον οποίο κοινωνίες και ιστορικοί δρώντες ερμηνεύουν μείζονες ιστορικές εμπειρίες: είναι τέτοιες προσεγγίσεις που επιτρέπουν να αντιμετωπίσουμε την ελληνική νεωτερικότητα αλλιώς. Η εισήγηση είναι χωρισμένη σε τέσσερα μέρη: στο πρώτο γίνεται αναφορά σε θεωρητικές προσεγγίσεις που δεν αποδίδουν έμφαση στις ερμηνείες και στις συνέπειές τους για την πρόσληψη της ελληνικής νεωτερικότητας. Στο δεύτερο πραγματοποιείται συνοπτική αναφορά σε θεωρήσεις που «προβληματοποιούν» το «Δυτικό υπόδειγμα». Στο τρίτο παρουσιάζεται αναλυτικά η ερμηνευτική προσέγγιση της νεωτερικότητας του Peter Wagner. Στον επίλογο, τέλος, της εισήγησης και στη βάση όσων έχουν παρουσιαστεί διατυπώνεται η άποψη ότι ο συντηρούμενος επιστημολογικός διαχωρισμός «Ελλάδας»-«νεωτερικότητας» δεν είναι ερμηνευτικά γόνιμος για την κατανόηση της «ελληνικής περίπτωσης».
Αυτή η ομιλία επικεντρώνεται στους διάχυτους στον δημόσιο λόγο του ελληνικού μεσοπολέμου μοντερνιστικούς τόπους. Η υπέρβαση της παρακμής και του εκφυλισμού, μια νέα αίσθηση ριζώματος και υγείας, η έμφαση στη σωματική ευρωστία και η... more
Αυτή η ομιλία επικεντρώνεται στους διάχυτους στον δημόσιο λόγο του ελληνικού μεσοπολέμου μοντερνιστικούς τόπους. Η υπέρβαση της παρακμής και του εκφυλισμού, μια νέα αίσθηση ριζώματος και υγείας, η έμφαση στη σωματική ευρωστία και η εστίαση στην εξυγίανση, την ιδεολογική, αισθητική, κοινωνικοπολιτική, ηθική και ανθρώπινη αναγέννηση, η απόδοση προνομιακού ρόλου στη Νιότη, η διαλεκτική αποκαλυπτικών φόβων και ελπίδων λύτρωσης  και, τέλος, η αίσθηση της κρισιμότητας της εποχής από κοινού με την επιθυμία για  νέα ξεκινήματα ικανά να πληρώσουν το τρομακτικό υπαρξιακό/ιδεολογικό κενό, βρίσκονταν στο επίκεντρο των συζητήσεων. Στο πλαίσιο αυτό εμφανίζονταν κεντρικές κατηγορίες του ευγονικού λόγου, όπως η φυλή. Δοκιμάζοντας την υπόθεση ότι με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εμπειρία της Κρίσης η ελληνική κοινωνία αποτελούσε, στους όρους του Roger Griffin, μια «αγχωμένη κοινωνία», αυτή η ομιλία επιχειρεί να εντοπίσει τα πολιτικά/πολιτισμικά διακυβεύματα, με τα οποία συνδέθηκαν οι προαναφερθέντες μοντερνιστικοί τόποι και ο λόγος περί φυλής.
Στην κρίσιμη περίοδο του ελληνικού Μεσοπολέμου με τα δύο σημεία καμπής –Μικρασιατική Καταστροφή, οικονομική Κρίση– και τα οξυμμένα προβλήματα, τα ζητήματα της κοινωνικοπολιτικής ανασυγκρότησης και ο νέος πολιτισμικός προσανατολισμός του... more
Στην κρίσιμη περίοδο του ελληνικού Μεσοπολέμου με τα δύο σημεία καμπής –Μικρασιατική Καταστροφή, οικονομική Κρίση– και τα οξυμμένα προβλήματα, τα ζητήματα της κοινωνικοπολιτικής ανασυγκρότησης και ο νέος πολιτισμικός προσανατολισμός του ελληνικού έθνους-κράτους τέθηκαν ως αναπόσπαστα συνδεδεμένα προκαλώντας εντάσεις. Δημόσιοι διανοούμενοι και πολιτικοί όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων εισήλθαν στη συγκρουσιακή δημόσια σφαίρα της εποχής, επιχειρώντας όχι μόνο να σταθούν απέναντι στην κρίση, αλλά και να την ορίσουν, θέτοντας τόσο τα επείγοντα διακυβεύματα, όσο και τους τρόπους υπέρβασής της. Η μεσοπολεμική δημόσια σφαίρα γίνεται αντιληπτή εδώ ως «το δομημένο πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η πολιτισμική και ιδεολογική διαμάχη ή διαπραγμάτευση μεταξύ ποικίλων κοινών (publics)», ένας ορισμός του Geoff Eley που υπογραμμίζει την πολυμορφία της. η επέκταση αυτού του ορισμού, ώστε να περιλάβει τις ρητορικές/ομιλιακές στρατηγικές των δρώντων και τη σχέση δημόσιας σφαίρας-κράτους –Sweeney– τονίζει δύο ακόμη στοιχεία: α) ότι οι δρώντες αξιώνουν να ομιλήσουν εν ονόματι ενός ενιαίου/ενοποιημένου «κοινού», β) ότι δημόσια σφαίρα-κράτος αλληλεπιδρούν πολύπλοκα. Υποστηρίζουμε λοιπόν, ότι οι πολιτικοί και διανοούμενοι που θα αναφερθούν, εισέρχονται στη δημόσια σφαίρα της εποχής –ορισμένοι και λόγω της στενής σύνδεσής τους με το ελληνικό κράτος– επιχειρώντας να μετασχηματίσουν την κρατική πολιτική σε ποικίλα πεδία. Έτσι, ακολουθούν ρητορικές στρατηγικές επικαλούμενοι το «κοινό», το οποίο αξίωναν να αντιπροσωπεύσουν, κατά κύριο λόγο, το ενιαίο και ενοποιημένο έθνος. Με αυτή την έννοια, αξίζει να εστιάσει κανείς στα ομιλιακά ενεργήματά τους (speech acts), τα οποία αρθρώνονταν γύρω από τους άξονες της κρίσης, του έθνους, της ηγεσίας και της πολιτικής ρύθμισης (order), διερευνώντας τη σημασία τους για τις λύσεις που προτείνουν.
Ας το ομολογήσουμε προκαταβολικά: πρόκειται για μια άρτια επιστημονικά εργασία που αντιμετωπίζει με έντιμο τρόπο μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή για τον ελληνισμό. Η έκδοση είναι η διδακτορική διατριβή του συγγραφέα. Η οργανωμένη γλώσσα δεν... more
Ας το ομολογήσουμε προκαταβολικά: πρόκειται για μια άρτια επιστημονικά εργασία που αντιμετωπίζει με έντιμο τρόπο μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή για τον ελληνισμό. Η έκδοση είναι η διδακτορική διατριβή του συγγραφέα. Η οργανωμένη γλώσσα δεν απωθεί την ζωντάνια του λόγου του. Ο μεσοπόλεμος δεν υπήρξε εποχή παρακμής για τον ελληνισμό αλλά μια περίοδο εξαιρετικά ζωντανή όπου τα πνεύματα κονταροχτυπήθηκαν και οι ιδέες αν και σε πολλές περιπτώσεις υπήρξαν άμεσο προϊόν εισαγωγής υπήρξαν ενδιαφέρουσες και γόνιμες. Στην φωτιά της Σμύρνης έληξε η εκτατική περίοδος της Μεγάλης Ιδέας και τέθηκε ως αναγκαιότητα η δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα νέου είδους προβλήματα. Σε μια κοινωνία βασικά αγροτική, όπου δειλά άρχισε να αναπτύσσεται η βιομηχανία και η βιοτεχνία χάρις στο εμπορικό δαιμόνιο των προσφύγων αλλά και τα χαμηλά ημερομίσθια ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός είναι ένα απαραίτητο στοιχείο των νέων δεδομένων που σχηματίζονται. Βεβαίως ο αστισμός εξυμνεί την τεχνολογική καινοτομία. Ο μαρξισμός σε αυτό τον θαυμάζει βέβαια αλλά θεωρεί ότι είναι το σημείο της αποτυχίας του. Οι παραγωγικές δυνάμεις δεν μπορούν να αναπτυχθούν, άρα συμπεραίνει ότι ήρθε η δική του ώρα. Προφανώς ήταν εξαιρετικά πρόωρο να αναρωτηθούν και οι μεν και οι δε που μπορεί να οδηγήσει η ιδεολογία του προόδου, τι παρενέργειες μπορεί να προκαλέσει στον κόσμο και στον άνθρωπο. Προς το παρόν συναγωνίζονταν σε τεχνολογική αισιοδοξία.
Research Interests:
Using methodological tools from science and technology studies, along with modernity studies and the sociology of knowledge, and traversing the fields of political sciences, philosophy, sociology, and the history of ideas, this book is in... more
Using methodological tools from science and technology studies, along with modernity studies and the sociology of knowledge, and traversing the fields of political sciences, philosophy, sociology, and the history of ideas, this book is in dialogue with a wide array of questions and scholarly debates. The issues at hand relate to modernity and modernism, the interwar period, the reception and appropriation of technological progress and scientific ideals in Greece, the fusion of technology and science with political and ideological objectives and discursive formations, as well as the beliefs and ideas of influential individual figures (prominent politicians and intellectuals). The book's very title seems to be in dialogue with Jeffrey Herf's seminal 1984 study on the Weimar and the Third Reich period, which loosely correspond to the German interwar. [End Page 240]
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Research Interests:
Οι περισσότεροι είχαμε ή έχουμε έναν πατέρα. Ομως δεν είμαστε, ούτε θα γίνουμε, όλοι οι γιοι συγγραφείς. Η στιγμή που ένας λογοτέχνης αρχίζει να σκέφτεται ότι θέλει να γράψει για τον πατέρα του και η στιγμή που αποφασίζει όντως να το... more
Οι περισσότεροι είχαμε ή έχουμε έναν πατέρα. Ομως δεν είμαστε, ούτε θα γίνουμε, όλοι οι γιοι συγγραφείς. Η στιγμή που ένας λογοτέχνης αρχίζει να σκέφτεται ότι θέλει να γράψει για τον πατέρα του και η στιγμή που αποφασίζει όντως να το κάνει συνήθως απέχουν μεταξύ τους. Η απόσταση ανάμεσα στην ιδέα και την πράξη, μια απόσταση χρονική και ψυχική συνάμα, ορίζεται από την ιδιαιτερότητα, την κυριολεκτική μοναδικότητα αυτής της σχέσης. Πατέρας και γιος δεν ενσαρκώνουν μονάχα έναν δεσμό αίματος αλλά, κυρίως, έναν ανοιχτό λογαριασμό μεταξύ ζωής και θανάτου, με την απώλεια να λειτουργεί ως διαμεσολαβήτρια [...] Η πύκνωση της έκδοσης βιωματικών κειμένων, λογοτεχνικών, βιογραφικών, ιστορικών, με άξονα τη σχέση πατέρα-γιου τα τελευταία χρόνια φανερώνει την ανάδυση μιας διάστασης διερεύνησης της απώλειας, των δεσμών αίματος, ζωής και θανάτου, αλλά και ισχυρών μνημονικών τόπων του 20ού αιώνα από μια νεότερη γενιά.
Η πολύ επιμελημένη έκδοση, με τίτλο, Μακρονήσι – Το βιβλίο που ήθελα ν’ αφήσω- αποτελείται κυρίως –αλλά όχι αποκλειστικά, όπως θα εξηγήσω στην συνέχεια- από την προσωπική μαρτυρία ενός γνήσια λαϊκού ανθρώπου, του Απόστολου Μπογιατζή, που... more
Η πολύ επιμελημένη έκδοση, με τίτλο, Μακρονήσι – Το βιβλίο που ήθελα ν’ αφήσω- αποτελείται κυρίως –αλλά όχι αποκλειστικά, όπως θα εξηγήσω στην συνέχεια- από την προσωπική μαρτυρία ενός γνήσια λαϊκού ανθρώπου, του Απόστολου Μπογιατζή, που έζησε με ένταση και πάθος τα δραματικά γεγονότα του 20ου αιώνα. Η ιστορία του είναι, επομένως, επηρεασμένη από γεγονότα που ξέφευγαν κατά πολύ του δικού του ελέγχου, καθώς συνιστούσαν «δομές» (structures) που επιβάλλονταν στη ζωή και τη δράση του από πολιτικές εξελίξεις που τον ξεπερνούσαν, αφού αποτελούσαν τις συνέπειες κοσμοϊστορικών αλλαγών που λάμβαναν μέρος εκείνη την εποχή στην ήπειρό μας αλλά και πέραν αυτής, και είχαν τον αντίκτυπό τους και στην πατρίδα μας. Με την παραπάνω δήλωση, δεν θέλω ασφαλώς να υποτιμήσω την «ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης» σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, που οφειλόταν στην επίδραση όχι μόνον εξωτερικών αλλά και αποκλειστικώς εσωτερικών παραγόντων. Γιατί, π.χ., ο ελληνικός «εμφύλιος πόλεμος» δεν μπορεί, σε αντίθετη περίπτωση, να εξηγηθεί με ικανοποιητικό τρόπο. Κατά συνέπεια, απαιτείται να προστεθεί η «ανάλυση επιπέδων» (levels of analysis) –ήτοι το επίπεδο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού «χώρου» για την Ελλάδα- δίπλα στη μελέτη της σχέσης «δρώντος και δομής» (για την ακρίβεια, σε συνδυασμό με αυτήν), προκειμένου να κατανοηθεί, έστω κατά προσέγγιση, το περίπλοκο πλέγμα των ιστορικών πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων εντός του οποίου άνθρωποι σαν τον Απόστολο Μπογιατζή αποφάσισαν με τη δράση τους (agency) να διαμορφώσουν τη μοίρα του τόπου τους, οπότε και τη δική τους, με γνώμονα την πιστή τους στα ιδανικά τους. Ανεξαρτήτως ιδεολογικών διαφωνιών μαζί τους, δεν μπορεί παρά ν’ αναγνωριστεί στην πλειοψηφία των απλών ανθρώπων που ασπάστηκαν και αγωνίστηκαν για τα κομμουνιστικά ιδεώδη, η πίστη τους στην εδραίωση μιας καλύτερης (στο σχέδιό τους, αταξικής) κοινωνίας. Με αφετηρία την ιδεολογία του κομμουνισμού αλλά έχοντας ως βαθύτερο αίτιο μια, υπαρξιακού τύπου, αγωνία και έγνοια για την ευτυχία και την πρόοδο του ανθρωπίνου όντος, ο Απόστολος Μπογιατζής και αρκετοί σαν εκείνον,  επέλεξαν να ζήσουν μια «δύσκολη» ζωή, όπως αυτή που περιγράφεται σε αυτό το βιβλίο. Όπως θα διαπιστώσει ο προσεκτικός αναγνώστης του, οι αποφάσεις και οι πράξεις του συγγραφέα αυτής της μαρτυρίας αναδεικνύουν πάντοτε  και πρωτίστως την εκ μέρους του ισχυρή κατάφαση της αξίας της ίδιας της ζωής.
Υπάρχουν ιστορικές καταγραφές ψύχραιμες και στον βαθμό που είναι εφικτό αντικειμενικές. Ερευνες συνοδευμένες από εμπεριστατωμένες αναλύσεις, με πληθώρα στοιχείων, αποτέλεσμα χρόνων μελέτης πηγών και αρχείων. Η καταγραφή του Απόστολου... more
Υπάρχουν ιστορικές καταγραφές ψύχραιμες και στον βαθμό που είναι εφικτό αντικειμενικές. Ερευνες συνοδευμένες από εμπεριστατωμένες αναλύσεις, με πληθώρα στοιχείων, αποτέλεσμα χρόνων μελέτης πηγών και αρχείων. Η καταγραφή του Απόστολου Μπογιατζή δεν είναι τέτοια· αντιθέτως, αποτελεί την αυθεντική, υποκειμενική κατάθεση ενός ανθρώπου που δεν μελέτησε απλώς την Ιστορία, αλλά την έζησε –κυριολεκτικά– στο πετσί του. Και κατέγραψε τότε, με τον δικό του λαϊκό και μαζί αναπάντεχα ζωντανό τρόπο, όσα εκείνος και οι σύντροφοί του πέρασαν στη Μακρόνησο.

Δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Μπογιατζή (1910-2004), ο γιος του, Βασίλης, ολοκλήρωσε τη μεταγραφή, τον υπομνηματισμό και την επιμέλεια των σκόρπιων χειρογράφων του πατέρα του, δημιουργώντας ένα βιβλίο που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην καρδιά και στο μυαλό, στο θυμικό και στην ιστορική έρευνα. Κυρίως όμως να μείνει πιστό στα όσα «ήθελε ν’ αφήσει» ο Μπογιατζής σαν μαρτυρία όχι απλώς των δικών του περιπετειών αλλά μιας ολόκληρης εποχής.
Η μαρτυρία του Απόστολου Μπογιατζή περιλαμβάνει πολλές πληροφορίες για την καθημερινότητα των κρατουμένων, τις μεθόδους βασανισμού, την εναλλαγή των ρόλων θύματος-θύτη ("όπως έσπασα εγώ θα σπάσεις κι εσύ!"), την υπογραφή της δήλωσης... more
Η μαρτυρία του Απόστολου Μπογιατζή περιλαμβάνει πολλές πληροφορίες για την καθημερινότητα των κρατουμένων, τις μεθόδους βασανισμού, την εναλλαγή των ρόλων θύματος-θύτη ("όπως έσπασα εγώ θα σπάσεις κι εσύ!"), την υπογραφή της δήλωσης μετανοίας, τα στρατιωτικά εμβατήρια, τα μαθήματα "διαφώτισης" που έκαναν πολλούς επισήμους να μιλούν για το "θαύμα της Μακρονήσου" (που παραλληλίστηκε ακόμη και με τον Παρθενώνα), τη μαζική εξόντωση του αμετανόητου Α' Τάγματος και τη μαζική απόπειρα αυτοκτονίας περίπου τριάντα παιδιών που κατάπιαν κουτάλια για να ξεψυχήσουν προτού βασανιστούν στο καμίνι, στη θάλασσα, στη φάλαγγα. Σ' αυτή την κόλαση, μόνο η αίσθηση αλληλεγγύης για τον απομακρυσμένο σύντροφο βοηθούσε τον κρατούμενο να αντέξει τον ανυπόφορο πόνο του βασανιστηρίου και την απομόνωση. Μόνο η θέα μιας σφιγμένης γροθιάς που δεν υπέγραψε.

Όποιος έχει βασανιστεί σε στρατόπεδο παύει να αισθάνεται τον κόσμο οικείο, είχε γράψει ο Ζαν Αμερύ[3]. Αλλά ο Απόστολος Μπογιατζής δεν έχασε στιγμή την πίστη του στον κόσμο. Μπορεί να είναι αδύνατο να νιώσει στη Μακρόνησο την ομορφιά της ζωής και της φύσης, τις ανακαλεί όμως στη μνήμη του τριάντα χρόνια μετά. Άλλωστε, πρόκειται για έναν άνθρωπο που αντιστάθηκε ακόμη και στη συντηρητική ηθική του κόμματός του προκειμένου να συνεχίσει να ζει και να αγαπά. [...] Η μαρτυρία διασώθηκε, μεταγράφηκε και σχολιάστηκε από τον γιο του αφηγητή Βασίλη Μπογιατζή, ιστορικό, ο οποίος ανέλαβε την επιστημονική τεκμηρίωση και  επιμέλεια της έκδοσης. Οι υποσημειώσεις περιέχουν πολλές ιστορικές πληροφορίες και τεκμήρια και μαρτυρούν πρωτοφανή εκδοτική φροντίδα. Επιπλέον, ο Βασίλης Μπογιατζής εμπλούτισε το υλικό με προλογικό σημείωμα και αρκετά εκτενή επίλογο, όπου πιάνει το νήμα της αφήγησης του πατέρα και, κατά κάποιο τρόπο, ολοκληρώνει τη βιογραφία του. Ο προσωπικός και εξομολογητικός τόνος αρχικά ξενίζει, αλλά αργότερα συγκινεί τον αναγνώστη, τόσο στη μαρτυρία, όσο και στα συνοδευτικά κείμενα. Τρυφερότητα, περίσσευμα καρδιάς, υποκορισμός φωτίζουν το μεγαλείο ψυχής και ήθους ενός μάρτυρα που καλεί τον γιο του να αναμετρηθεί με την οικογενειακή ιστορία.
Research Interests:
Γνώρισα τον Απόστολο Μπογιατζή, όχι συμβατικά και όπως κανείς γνωρίζεται συνήθως, αλλά μέσα από το πλούσιο και εκτενές αυτοβιογραφικό υλικό που άφησε πίσω του και το οποίο είχα τη χαρά και το προνόμιο να μελετήσω, μέσω του γιου του Βασίλη... more
Γνώρισα τον Απόστολο Μπογιατζή, όχι συμβατικά και όπως κανείς γνωρίζεται συνήθως, αλλά μέσα από το πλούσιο και εκτενές αυτοβιογραφικό υλικό που άφησε πίσω του και το οποίο είχα τη χαρά και το προνόμιο να μελετήσω, μέσω του γιου του Βασίλη Μπογιατζή. Γραμμένο κατά τη δεκαετία του '80, σε γλώσσα μεστή και γρήγορη, το αυτοβιογραφικό υλικό του Απόστολου Μπογιατζή δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ένα μυθιστόρημα, που κρατά τον αναγνώστη του καθηλωμένο. Γεννημένος το 1910, ο Απόστολος Μπογιατζής έλαβε μέρος στους ταξικούς αγώνες της εποχής του, τασσόμενος στη μεριά των πολλών, που είχαν λίγα. Για τους αγώνες που έδωσε θα "αμειφθεί", από το αστικό κράτος, με τις διώξεις και την εξορία, το ξύλο και τα βασανιστήρια, όπως οι περισσότεροι κομμουνιστές και αγωνιστές της εποχής. Το βιβλίο-αυτοβιογραφία του Απόστολου Μπογιατζή λαμβάνει χώρα στο κολαστήριο της Μακρονήσου, το "ελληνικό Νταχάου", όπως γλαφυρά την παρομοιάζει ο Γιώργης Λαμπρινός. Η πρώτη εντύπωση που προκάλεσε το στρατόπεδο, στον Απόστολο Μπογιατζή αποτυπώνεται με γλαφυρό και ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο: «εδώ δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα, μόνον ψυχή βαθιά, εδώ δεν έχει θέση η παροιμία 'έχασε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα', εδώ είναι στίβος, όποιος μπορεί και ανεβεί απάνω στο ανήφορο και βγει όρθιος, αυτό είναι!» Έτσι, ο Απόστολος Μπογιατζής θα αποφασίσει να ανέβει αυτό το δύσκολο ανήφορο. Όχι απλώς όμως να τον ανέβει, αλλά να το αποτυπώσει κιόλας, στην παραμικρή του λεπτομέρεια. Στο βιβλίο του Απόστολου Μπογιατζή, Μακρονήσι, Το βιβλίο που ήθελα ν' αφήσω αποτυπώνεται ο ζόφος του στρατοπέδου "ιδεολογικής αναβάπτισης" της Μακρονήσου και μάλιστα, όχι με το ύφος της απλής καταγραφής του προσωπικού μαρτυρίου, αλλά με την ψύχραιμη αποτύπωση του μαρτυρίου των συντρόφων που υποφέρουν κοντά του. Η γραφή του δεν έχει ίχνος αυτολύπησης, μεμψιμοιρίας ή δράματος. Αντιθέτως, τη διαπερνά η γενναιότητα και η αισιοδοξία για τη ζωή, που διακατέχει κάθε επαναστάτη. Το βιβλίο του Απόστολου Μπογιατζή διαθέτει επίσης ένα ακόμα αξιοσημείωτο προτέρημα, που το καθιστά χρήσιμο για τον ερευνητή, τον ιστορικό, αλλά και τον απλό αναγνώστη: Καταγράφει χωρίς συναισθηματισμούς και χωρίς το ηρωικό στοιχείο, τη λεπτομέρεια και κυρίως την ασχήμια της Μακρονήσου. Την αφόρητη ζέστη, το ξύλο, τις βρισιές, το κουβάλημα πέτρας, τη μύγα, την πείνα, τα βασανιστήρια.
Research Interests:
Άπειρες οι σελίδες που έχουν διαβάσει νεότερες και παλαιότερες γενιές για το μεταπολεμικό κολαστήριο της Μακρονήσου: ιστορικοί, μυθιστοριογράφοι, αλλά και αυτόπτες μάρτυρες, άνθρωποι που έζησαν στο πετσί τους το πολιτικό δράμα της... more
Άπειρες οι σελίδες που έχουν διαβάσει νεότερες και παλαιότερες γενιές για το μεταπολεμικό κολαστήριο της Μακρονήσου: ιστορικοί, μυθιστοριογράφοι, αλλά και αυτόπτες μάρτυρες, άνθρωποι που έζησαν στο πετσί τους το πολιτικό δράμα της δεκαετίας του 1940, έχουν καταθέσει κατ΄ επανάληψη τον οβολό τους για όσα συνέβησαν σε ένα έρημο νησί, το οποίο όντας απέναντι από το Λαύριο (μια ανάσα από την Αθήνα) μετατράπηκε σε έναν από τους σκοτεινότερους τόπους μαρτυρίου της Ευρώπης. Ο Απόστολος Μπογιατζής έρχεται να μιλήσει με τον δικό του τρόπο για τη Μακρόνησο με το βιωματικό του κείμενο «Μακρονήσι, το βιβλίο που ήθελα να αφήσω (1947-1950)», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Πληθώρα», με επιμέλεια, υπομνηματισμό και εκτενή επιλεγόμενα του γιου του Βασίλη Α. Μπογιατζή. Δύο στοιχεία δίνουν στο βιβλίο του Μπογιατζή την ανατριχιαστική του ζωντάνια: η αμεσότητα και το αντιδιακοσμητικό ύφος της αφήγησης (χωρίς καμιά ωραιοποίηση και μακριά από την οποιαδήποτε εξιδανίκευση) και η ικανότητα του αφηγητή να μιλάει για τους συγκρατουμένους του («δηλωσίες» και μη) με ακέραιη ανθρωπιά και σπάνια ευαισθησία. Τα μαρτύρια των Μακρονησιωτών έχουν εξιστορηθεί σε όλους τους τόνους: με οργή, με βδελυγμία, με πολιτικό πάθος, με εσκεμμένη ψυχρότητα, αλλά και με επιστημονική ουδετερότητα. Η διαφορά με τον Μπογιατζή βρίσκεται στο ότι ανατέμνει όσα συνέβησαν στον ίδιο και στους άλλους δίχως να επιδιώκει να επικαλύψει συναισθηματικά το οτιδήποτε και χωρίς να θέλει να αναλάβει χρέη ιστορικού ή λογοτέχνη. Το χειρόγραφό του άρχισε να συντάσσεται τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, παραμένοντας εντέλει ανολοκλήρωτο-και η αποσπασματικότητα, όμως, και το ασυνεχές της γραφής, μαζί με τον προφορικό και κάπως ασθματικό ρυθμό του, μετατρέπονται γρήγορα σε δραστικές παραμέτρους της επιρροής την οποία ασκεί στον σύγχρονο αναγνώστη.
Η μελέτη της Μακρονήσου ως τόπου εξορίας, βασανισμού και πειθάρχησης καταλαμβάνει μέχρι σήμερα μόνο ένα μικρό μέρος της κατά τα άλλα πλουσιότατης ιστοριογραφικής παραγωγής που αφορά την πολυτάραχη δεκαετία του 1940. Ιδιαίτερης σημασίας... more
Η μελέτη της Μακρονήσου ως τόπου εξορίας, βασανισμού και πειθάρχησης καταλαμβάνει μέχρι σήμερα μόνο ένα μικρό μέρος της κατά τα άλλα πλουσιότατης ιστοριογραφικής παραγωγής που αφορά την πολυτάραχη δεκαετία του 1940. Ιδιαίτερης σημασίας για τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας πάνω στο ζήτημα αυτό υπήρξε, κατά τη δεκαετία του 1980, η «έκρηξη» των δημοσιεύσεων μαρτυριών και αναμνήσεων από τα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου εκ μέρους των αγωνιστών της Αριστεράς, που είχαν επιτέλους βγει από το περιθώριο της «καχεκτικής» μετεμφυλιακής δημοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η μαρτυρία του Απόστολου Μπογιατζή, την οποία μας μεταφέρει το νέο βιβλίο των εκδόσεων Πληθώρα. Ο ιστορικός Βασίλης Μπογιατζής συγκέντρωσε τα χειρόγραφα του πατέρα του, τα μετέγραψε και ανέλαβε με ιδιαίτερη φροντίδα την επιμέλεια του εν λόγω βιβλίου. Στο τελευταίο μέρος του, ο ίδιος συνέθεσε ένα είδος ιστορικής βιογραφίας, ανασυγκροτώντας το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο έζησε ο πατέρας του και τοποθέτησε επίσης τη Μακρόνησο στο αναλυτικό πρίσμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης που κηλίδωσαν την ιστορία του 20ού αιώνα.
Research Interests:
Κριτική επαναπροσέγγιση μιας κρίσιμης περιόδου της Γερμανίας. Μια πολιτισμική ιστορία που συνθέτει γόνιμα απόψεις και παρεμβαίνει σε καίριες ιστοριογραφικές διαμάχες.
Research Interests:
Εμπεριεχόταν ο ναζισμός στη λογική ροή των πραγμάτων της γερμανικής ιστορίας; Ηταν κάτι που έτσι κι αλλιώς θα γινόταν; Ηταν μια «σιδερένια νομοτέλεια»; Ή μήπως οι αντινομίες που ενυπάρχουν έτσι κι αλλιώς σε κάθε ξεχωριστό έθνος - κράτος... more
Εμπεριεχόταν ο ναζισμός στη λογική ροή των πραγμάτων της γερμανικής ιστορίας; Ηταν κάτι που έτσι κι αλλιώς θα γινόταν; Ηταν μια «σιδερένια νομοτέλεια»; Ή μήπως οι αντινομίες που ενυπάρχουν έτσι κι αλλιώς σε κάθε ξεχωριστό έθνος - κράτος οδήγησαν σ' αυτόν, χωρίς όμως αυτή η κατάληξη να ήταν αναπόφευκτη; Υπάρχει ένα «γενικό πλαίσιο» με το οποίο συγκρίνονται τα αποτελέσματα της Ιστορίας για να διαπιστωθεί το κατά πόσο αυτά ταιριάζουν ή όχι με αυτό το πλαίσιο; Ή μήπως χρειάζεται ένας κοινωνιολογικός ιδεότυπος, ως κάτι πολύ διαφορετικό από το πλαίσιο, για να μας βοηθά στο να προχωράμε στις απαραίτητες συγκρίσεις και αφαιρέσεις; Η γερμανική ιστορία δίνει τις ευκαιρίες στους τρεις συγγραφείς να απαντήσουν στα παραπάνω ρητά ή υπόρρητα ερωτήματα.
Και οι τρεις συγγραφείς παρακολουθούν τον ρόλο της καλλιτεχνικής και ακαδημαϊκής διανόησης ως συλλογικού οργανικού διανοουμένου στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ενας ρόλος που διαμόρφωσε ένα φαντασιακό και ιδεολογικό πλέγμα, το οποίο έδεσε με τις οικονομικές συνθήκες και τη στρατιωτική ήττα, τροφοδοτώντας εμμέσως ή και αμέσως το νοητικό και ψυχολογικό οπλοστάσιο του ναζιστικού ολοκληρωτισμού.
[...]Το μείζον σ’ αυτό το βιβλίο είναι η παρουσίαση της Βαϊμάρης όχι ως σύνολο μεγάλων αποτυχιών, όπως κάνει η συντηρητική προσέγγιση, αλλά ως σύνολο μεγάλων επιτευγμάτων, το οποίο θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί η Αριστερά για να μακροημερεύσει η δημοκρατία. Αλλά το άλλο ερώτημα που θα έθετα στους συγγραφείς είναι το κατά πόσο η «όλη» Αριστερά, εκτός των σοσιαλδημοκρατών, ήθελε αυτήν τη δημοκρατία; Η απάντηση είναι προφανής. Οχι.
Ενα βιβλίο-φάρος για το πλοίο της ανάλυσης της γερμανικής ιστορίας που πολλές φορές, χωρίς τέτοιες αναλύσεις, οδηγείται στις ξέρες της κοινοτοπίας και του λαϊκισμού.
Research Interests:
Research Interests:
Κοιτάζοντας κανείς το τοπίο της διανοητικής ιστορίας του ελληνικού 20ού αιώνα αντιλαμβάνεται ότι σημαντικό τμήμα της μένει ακόμη να γραφεί. Εξαιρετικά άρθρα απαντώνται σε πολλούς συλλογικούς τόμους, η «Γενιά του '30» έχει μελετηθεί... more
Κοιτάζοντας κανείς το τοπίο της διανοητικής ιστορίας του ελληνικού 20ού αιώνα αντιλαμβάνεται ότι σημαντικό τμήμα της μένει ακόμη να γραφεί. Εξαιρετικά άρθρα απαντώνται σε πολλούς συλλογικούς τόμους, η «Γενιά του '30» έχει μελετηθεί διεξοδικά, η συμβολή διανοουμένων σε κρίσιμες πολιτικές στιγμές (βενιζελική περίοδος, μεταξική δικτατορία, εμφύλιος πόλεμος) έχει εντοπιστεί, εξακολουθούν ωστόσο κατά κανόνα να λείπουν οι προσεγγίσεις εκπροσώπων των θετικών επιστημών, η συστηματική διερεύνηση των μικρότερων ονομάτων, ακόμα και μεγάλες συνθέσεις που να εντάσσουν οργανικά την εξέλιξη του στοχασμού και των πολιτικών ή ιδεολογικών παρεμβάσεων των διανοουμένων στο περικείμενο της εποχής.

Πρόκειται για ζήτημα ευρύ που σχετίζεται με την επίδραση των ευρωπαϊκών ιστορικών ρευμάτων, τις προτεραιότητες και τις συγκυρίες της ιστοριογραφίας εντός της ελληνικής κοινωνίας και το οποίο υπερβαίνει τα όρια του συγκεκριμένου κειμένου. Μέρος ωστόσο του προβλήματος αποτελεί οπωσδήποτε η αποτελεσματική χαρτογράφηση της προέλευσης, της υποδοχής και της χρήσης των ιδεών που συγκρότησαν τον ορίζοντα της ελληνικής διανόησης. Μια τέτοια ταύτιση επιχειρούν οι Γιώργος Κόκκινος, καθηγητής Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, και Βασίλης Μπογιατζής, ιστορικός και μέλος ΣΕΠ του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, στο «Αναζητώντας "ιερό καταφύγιο"» με άξονα τη σκέψη του Αλέξανδρου Δελμούζου (1880-1956), ηγετικής φυσιογνωμίας του εκπαιδευτικού δημοτικισμού.
Research Interests:
Την τομή του Μεγάλου Πολέμου, σε όλη της την έκταση, από την οδύνη και την απώλεια έως το πένθος που τα διαμεσολαβεί, κι από τις γλώσσες και τις πρακτικές του πένθους στις οποίες παραδοσιακά και μοντερνιστικά στοιχεία αναμίχθηκαν, ή... more
Την τομή του Μεγάλου Πολέμου, σε όλη της την έκταση, από την οδύνη και την απώλεια έως το πένθος που τα διαμεσολαβεί, κι από τις γλώσσες και τις πρακτικές του πένθους στις οποίες παραδοσιακά και μοντερνιστικά στοιχεία αναμίχθηκαν, ή μάλλον παραδοσιακοί κώδικες και θέματα αναδιατυπώθηκαν και αναδιαπραγματεύθηκαν και με μοντερνιστικούς όρους, έως το πώς αυτές οι γλώσσες και πρακτικές μαζί με το πένθος επιχείρησαν να στραφούν και προς το μέλλον, βρίσκεται στο επίκεντρο της μείζονος μελέτης του Jay Winter, Τόποι μνήμης, τόποι πένθους. Ο Μεγάλος Πόλεμος στην ευρωπαϊκή πολιτισμική ιστορία (πρώτη έκδοση στα αγγλικά το 1995) την οποία έχουμε πλέον και στα ελληνικά. Έτσι, αποκτούμε μια σημαντική εποπτεία έστω και μέρους του πολυσχιδούς έργου του Jay Winter, μια που πρόσφατα είχαμε την ελληνική έκδοση του τελευταίου βιβλίου του Αμερικανού ιστορικού "24 Ιουλίου 1923, η μέρα που τελείωσε ο μεγάλος πόλεμος. Η στοχοποίηση των αμάχων στον πόλεμο", με τις βαρυσήμαντες και στοχαστικές αναφορές σε κρίσιμα ζητήματα –και– ελληνικού ενδιαφέροντος.  Ας ελπίσουμε ότι και τα δύο βιβλία θα αντιμετωπιστούν με τη δέουσα ακαδημαϊκή –και όχι μόνο– σοβαρότητα και αυστηρότητα και θα λειτουργήσουν ως πηγή γόνιμων διαισθήσεων για εκκρεμή ζητήματα της ελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας. Σε ορισμένα από αυτά τα θέματα θα επανέλθω. Να επιστρέψουμε όμως στο βιβλίο.
Η μελέτη του Winter, η οποία ρητά και άρρητα συνομιλεί με αυτή την έννοια της τομής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, επαναφέρει τη συνταρακτική διαχρονικά ιστορία του στο προσκήνιο, προκειμένου να υπενθυμίσει ποιες ήταν οι απαρχές της αιματηρής ευρωπαϊκής αποσύνθεσης κατά τον προηγούμενο αιώνα – αναγκαίος όρος, σημειώνει, και για να τις κατανοήσουμε, αλλά και για να τις αφήσουμε, εφόσον το θέλουμε, πίσω μας. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο βιβλίο αυτό δεν πραγματοποιείται μέσω της στρατιωτικής, οικονομικής και διπλωματικής ιστορίας της περιόδου, αλλά μέσω της εστίασης στη διαδικασία με την οποία οι Ευρωπαίοι –εδώ η έμφαση είναι στους δρώντες– προσπάθησαν να βρουν τρόπους, δημόσια και ιδιωτικά, ατομικά και συλλογικά, να κατανοήσουν και να ξεπεράσουν τον όλεθρο του πολέμου: η μνήμη, η λήθη, το πένθος και οι τόποι τους. Πρόκειται ακριβώς για μια πολιτισμική ιστορία του Μεγάλου Πολέμου με αυτούς ακριβώς τους άξονες. Ένας όλεθρος που έλαβε πρωτίστως εμπράγματη μορφή στα περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια νεκρούς στρατιώτες της Γαλλίας, Βρετανίας και Γερμανίας, αλλά και στους τραυματίες, τους ανάπηρους, τις χήρες, τα ορφανά, τους εγκλείστους σε ψυχιατρεία, καθώς, όπως σημειώνει ο Winter, «δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι, μεταξύ των κύριων δυνάμεων που αναμετρήθηκαν, κάθε οικογένεια είχε τουλάχιστον έναν δικό της άνθρωπο να θρηνήσει – πατέρα, γιο, αδελφό ή σύζυγο, καθώς και άλλους συγγενείς, φίλους, συναδέλφους ή εραστές».
Research Interests:
Η επέτειος των 100 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης έδωσε την αφορμή διεξαγωγής συνεδρίων και παραγωγής σχετικής αρθρογραφίας, όπου η συμφωνία εξαίρεται ως «λαμπρή», ένα «αριστούργημα της διπλωματίας», ενόσω δεν... more
Η επέτειος των 100 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης έδωσε την αφορμή διεξαγωγής συνεδρίων και παραγωγής σχετικής αρθρογραφίας, όπου η συμφωνία εξαίρεται ως «λαμπρή», ένα «αριστούργημα της διπλωματίας», ενόσω δεν περισσεύουν οι ευχές για τη μακροημέρευσή της. Η αντίστοιχη ρητορική δεν είναι καινούρια, απαντούσε ήδη στον Λόρδο Curzon την εποχή της υπογραφής, ενώ αποτελεί κοινό τόπο αρκετών ιστορικών της περιόδου. Αν, ωστόσο, επιστρέψει κανείς στην εποχή, ίσως οφείλει να είναι περισσότερο επιφυλακτικός και συγκρατημένος, όπως μας προτρέπει ο Jay Winter στο μείζον –με συγκινητικό εξώφυλλο– βιβλίο του, το οποίο πρόκειται να συζητήσω εδώ: οι New York Times της 26/7/1923 λ.χ., παραθέτει, ήταν λιγότερο εντυπωσιασμένοι, ενώ η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, καταστατικό στοιχείο της Συνθήκης και προϋπόθεση για την υπογραφή της, δεν περιποιούσε σε κανέναν από τους αρχιτέκτονές της ιδαίτερη τιμή: όπως γράφουν οι Jonathan Conlin και Ozan Ozavci, η ιδέα είχε μεν πολλούς πατέρες, ελάχιστους όμως διατεθειμένους να αναλάβουν την ευθύνη της πατρότητας.  Ο David Mitrany το 1936 –τον παραθέτει στο πρωτοποριακό, αλλά έκτοτε ξεχασμένο στην Ελλάδα άρθρο του ο John Petropoulos– εξηγούσε αυτή τη στάση: η υποχρεωτική μεταφορά πληθυσμών «παραβίασε όλες τις αποδεκτές αρχές του διεθνούς δικαίου, όπως και όλες τις ανθρωπιστικές παραδόσεις της Ευρώπης».  Είναι ευτύχημα λοιπόν, η συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, αλλά και –ίσως ακόμη περισσότερο για τα καθ’ ημάς– η μετάφραση και έκδοση του έργου στα ελληνικά. Κι αυτό, αφενός γιατί μας εισαγάγει σε μια σοβαρότατη διεθνή ιστορική και ιστοριογραφική συζήτηση που αφορά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τις διαρκείς επιδράσεις του σε όσα ακολούθησαν έως και σήμερα ακόμη, συζήτηση εν πολλοίς άγνωστη στη δημόσια σφαίρα μας παρά την προφανή σημασία για τα καθ’ ημάς και τις οξείες κρίσεις της για τις ελληνικές επιλογές της περιόδου. αφετέρου γιατί μας καλεί να αναστοχαστούμε και να προβληματιστούμε για ορισμένα ελληνικά ζητήματα, τα οποία εκ των πραγμάτων ξανανοίγουν και χρειάζεται να ερωτηθούν.
Research Interests:
Η σιλερική και εγελιανή ρήση ότι «η Ιστορία είναι το δικαστήριο του κόσμου» είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και αποδεκτή στον δημόσιο λόγο. Μπορεί δε, να επιτελεί ποικίλες λειτουργίες, οι οποίες δεν συμπίπτουν αναγκαστικά: να αποτελεί λ.χ.,... more
Η σιλερική και εγελιανή ρήση ότι «η Ιστορία είναι το δικαστήριο του κόσμου» είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και αποδεκτή στον δημόσιο λόγο. Μπορεί δε, να επιτελεί ποικίλες λειτουργίες, οι οποίες δεν συμπίπτουν αναγκαστικά: να αποτελεί λ.χ., έκφραση ειλικρινών ανθρωπιστικών προθέσεων/ελπίδων-η Ιστορία ως Νέμεση (θα) επαναφέρει την κοσμική και ανθρώπινη τάξη/ισορροπία, εκδικούμενη για κοινωνικές αδικίες και κρατικές αδικοπραγίες-, να λειτουργεί παραμυθητικά -«εμείς» τώρα ηττούμαστε, αποκλειόμαστε, βασανιζόμαστε ή εξοντωνόμαστε, ωστόσο η Ιστορία θα δικαιώσει τις θυσίες μας-, ή ακόμη και εμψυχωτικά/ αυτοδικαιωτικά εντός κρίσιμων συγκυριών, όπου οι μελλοντικές συνέπειες πολιτικών αποφάσεων δεν διαγράφονται με ευκρίνεια: τώρα μας αμφισβητούν, ωστόσο «η Ιστορία θα μας δικαιώσει». Η ανάδειξη της Ιστορίας σε κριτήριο απόδοσης δικαιοσύνης -και η ευθεία και διόλου προβληματική σχέση των δύο που αυτή η ανάδειξη υπαινίσσεται- φαίνεται να υποβάλλει κι ένα πολύ συγκεκριμένο ρόλο για τον ιστορικό: τη σύγκλιση, μεταφορική ή κυριολεκτική, με τον δικαστή. Κι εκεί είναι που διανοίγεται πληθώρα ζητημάτων, τα οποία καθιστούν κάθε άλλο παρά δεδομένη και αυτονόητη τη σχέση Ιστορίας-Δικαιοσύνης: το αίτημα να δοθεί φωνή σε αυτούς που δεν έχουν φωνή, δεν φαίνεται να φέρνει την Ιστορία σε ένταση ή και σύγκρουση με τις θεσμισμένες -τουλάχιστον- μορφές Δικαιοσύνης; Πού σταματά η ανάγκη ιστορικής τεκμηρίωσης και ηθικών μεριμνών του ιστορικού και αρχίζει η ηθικολογία και ο εξ αυτής απορρέων δογματισμός; Μήπως ο ιστορικός, όταν έστω και έμμεσα αυτοαναγορεύεται σε δικαστή, υποκύπτει στη σαγήνη της «μετωνυμικής πλάνης» (metonymic fallacy), αποκρύπτοντας ότι τα πορίσματά του είναι παράγωγα μεθοδικής έρευνας, μεθοδολογικών επιλογών και κοσμοθεωρητικών προτιμήσεων, και υποστηρίζοντας ότι μέσω αυτού ομιλεί «η» Ιστορία; Μήπως έτσι σφετερίζεται τη δύναμη αυτών που ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί και ασκεί συμβολική βία σε αντίθετες ερμηνείες; Μήπως πάλι ο ιστορικός θα πρέπει να εγκαταλείψει μια περισσότερο «ασκητική» εικόνα του επαγγέλματός του και να μη διστάζει να αναδεχθεί τον ρόλο του εμπειρογνώμονα και του ειδικού ιδίως στις περιπτώσεις όπου απαιτείται η συμβολή του για την αποκατάσταση των θυμάτων; Δεν είναι επομένως, τυχαίο ότι οι επιμελητές του συλλογικού τόμου Ιστορία και Δικαιοσύνη (εκδόσεις Ασίνη, 2020) Γιώργος Κόκκινος, Παναγιώτης Κιμουρτζής και Μάρ-κος Καρασαρίνης, τοποθετούν στην απαρχή του προβληματισμού τους την προαναφερθείσα σιλερική/εγελιανή δήλωση. Όχι όμως, ως «μαύρο κουτί» και αναμφίλεκτη ερμηνευτική βάση. απεναντίας, ανοίγουν το «μαύρο κουτί» και αναδεικνύουν ότι οι σχέσεις Κλειώς και Θέμιδος είναι πολύ πιο περίπλοκες από όσο η διαδεδομένη ρήση εικάζει. Και αυτό δεν είναι το μόνο πλεονέκτημα του υπό συζήτηση βιβλίου.
Research Interests:
Δεν είναι παράδοξη, ενδεχομένως, η συχνή και φορτισμένη επιστροφή στην κρίσιμη δεκαετία του 1940-1950. Η φρίκη της Κατοχής, ο Εμφύλιος και οι συνέπειές του (η Αριστερά εκτός νόμου και οι διώξεις των βετεράνων της Αντίσταση και των... more
Δεν είναι παράδοξη, ενδεχομένως, η συχνή και φορτισμένη επιστροφή στην κρίσιμη δεκαετία του 1940-1950. Η φρίκη της Κατοχής, ο Εμφύλιος και οι συνέπειές του (η Αριστερά εκτός νόμου και οι διώξεις των βετεράνων της Αντίσταση και των οικογενειών τους) το δικαιολογούν. Σημασία βέβαια, έχει και το πώς επιστρέφεις, κι αυτό δεν είναι ηθικολογία, αλλά επιστημολογία: όπως παρατηρεί ο Mark Mazower, η ιστορία που αποκρύπτει ότι οι καιροί και οι συνθήκες έχουν αλλάξει, η «υπερβολική δόση ιστορίας, ιστορίας της χειρότερης μορφής, μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση».  Δεν είναι αυτή η περίπτωση του πλούσιου βιβλίου του Σπύρου Τσουτσουμπή A history of the Greek resistance in the Second World War. The people’s armies (Manchester University Press, 2019).
Research Interests:
Οι συζητήσεις, ιστορικές και καθημερινές, στο πλαίσιο της τελευταίας δεκαετίας, διαμόρφωσαν την εικόνα μιας κοινωνίας που διαρκώς πολεμά και συγκρούεται. Ο χρόνος σταμάτησε στο 1944-45 ή το 1949 και σχεδόν ξεχάστηκε η ύπαρξη της λεγόμενης... more
Οι συζητήσεις, ιστορικές και καθημερινές, στο πλαίσιο της τελευταίας δεκαετίας, διαμόρφωσαν την εικόνα μιας κοινωνίας που διαρκώς πολεμά και συγκρούεται. Ο χρόνος σταμάτησε στο 1944-45 ή το 1949 και σχεδόν ξεχάστηκε η ύπαρξη της λεγόμενης εκρηκτικής εικοσαετίας 1949-1967, στα καθ’ ημάς τμήμα –με παλινωδίες, αντιστάσεις, αλλά και αποστάσεις– της Χρυσής Τριακονταετίας. Η αναρρίπιση των εμφυλιοπολεμικών παθών «έθαψε» μια περίοδο όπου εντός αντίξοων συνθηκών, διώξεων και αυταρχισμού, με αξιοπρέπεια και εγκαρτέρηση, με πόθο και με ορίζοντα χρόνου και προσδοκιών, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους, να κοιτάξουν μπροστά, να ερωτευτούν, να χαρούν τα σώματα και τις επιθυμίες τους. Ήταν η περίοδος της κατά William H. McNeill μεταμόρφωσης της Ελλάδας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Και μέσα από το ταπεινό μπικίνι έρχεται ο Ηλίας Καφάογλου να μας ανοίξει σε αυτή την εποχή, να συλλάβει αδιόρατες μέχρι τώρα πτυχές της και να μας ξαναθυμίσει πόσο φτωχά είναι τα σχήματά μας για μια πολυδιάστατη κοινωνική πραγματικότητα. Ίσως αυτό υπαινίσσεται με ευγένεια ο ίδιος στο τέλος του δοκιμίου του: «Γιατί  τα κορμιά τόποι είναι των γεγονότων που διαγράφηκαν από την  ιστορία και έτσι το μέλλον απαιτεί όλα όσα θα έπρεπε στο παρελθόν να είχαμε ρωτήσει».
Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για το βιβλίο του Γαβρίλη Λαμπάτου Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη, 1949-1957, εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2020 (επανέκδοση της Α΄ έκδοσης του 2001 από τις εκδόσεις Κούριερ-Εκδοτική, με τη συμπλήρωση... more
Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για το βιβλίο του Γαβρίλη Λαμπάτου Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη, 1949-1957, εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2020 (επανέκδοση της Α΄ έκδοσης του 2001 από τις εκδόσεις Κούριερ-Εκδοτική, με τη συμπλήρωση ενός εκτεταμένου επιμέτρου), ξεκινώντας από την καταληκτική παρατήρηση των συμπερασμάτων του. πρόκειται για παρατήρηση η οποία συμπυκνώνει την τραγική –ήτοι, αμφίσημη, αντιφατική, ταλαντευόμενη και ανήκουστη– εμπειρία των δρώντων υποκειμένων, την οποία με τόση ευαισθησία και ειλικρίνεια παρακολούθησε στα προηγούμενα μέρη της μελέτης του: «Στα χρόνια της πολιτικής προσφυγιάς η πλειοψηφία των προσφύγων της Τασκένδης βρέθηκε εκτός των γραμμών του κόμματος [του ΚΚΕ], για το οποίο είχε θυσιάσει τα πάντα. Ο Σοσιαλισμός, σαν όραμα για το οποίο είχαν θυσιάσει τα πάντα στην πατρίδα τους, συγκρουόταν με τη σκληρή πραγματικότητα που ζούσαν στις εσχατιές της Ασίας» (σ. 248). Η κάπως αποστασιοποιημένη, αν και ευαίσθητη –ή ίσως, το αντίστροφο– ιστορική διατύπωση συλλαμβάνει την τραγικότητα της θέσης αυτών των καθημερινών ανθρώπων που έγιναν μείζονες ιστορικοί δρώντες κι έρχεται να συνομιλήσει με τη θέρμη της λογοτεχνίας του άδειου Κιβωτίου του Άρη Αλεξάνδρου, αλλά και με την πρώιμη πλην βαθυστόχαστη αποτίμηση της εμπειρίας του κομμουνισμού, έτσι όπως την επιχείρησε ο Παναγιώτης Κονδύλης: «Οι κομμουνιστές ήταν προσωρινά οι τελευταίοι που ενσάρκωσαν και τις δύο αυτές πλευρές του ανθρώπινου παραδόξου σε στενότατη συνάφεια μεταξύ τους. Ως υπέρμαχοι μια ανθρωπιστικής ουτοπίας και ως εκτελεστές στυγνής τρομοκρατίας σφράγισαν όσο κανένα άλλο κίνημα το μεγαλείο και την τραγικότητα της εποχής τους. Υπήρξαν ταυτόχρονα ονειροπόλοι και πολιτικοί διψασμένοι για ισχύ, desperados και στρατηγικά πνεύματα, δημεγέρτες και μυστικοί πράκτορες, σταυροφόροι και τεχνοκράτες, αιρετικοί και ιεροεξεταστές, θύματα και δήμιοι. Η παγκόσμια ιστορία δεν  θα λησμονήσει εύκολα τους ασυνήθιστους αυτούς ανθρώπους, που τόσο βίαια εισέβαλαν στον εικοστό αιώνα».  Το αδειανό Κιβώτιο δεν ήταν άμοιρο ανθρωπισμού, αξιοπρέπειας, πόθων ισότητας και ελευθερίας, εντούτοις πολλές από τις προδιαγραφές κατασκευής του οδηγούσαν στην ακύρωση αυτών των όψεών του, όπως και στην εξ ιδίων συντριβή των ατομικοτήτων που ήταν φορείς του – ή και των αντιφρονούντων.
Αλλά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, επίσης, η Ουκρανία έχει κάνει ηρωικές προσπάθειες ανασυγκρότησης με πάμπολλους τρόπους. Η Επανάσταση της πλατείας Μαϊντάν το 2014 ήταν ένα μείζον βήμα στην κατεύθυνση του να εγκαθιδρυθεί μια... more
Αλλά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, επίσης, η Ουκρανία έχει κάνει ηρωικές προσπάθειες ανασυγκρότησης με πάμπολλους τρόπους. Η Επανάσταση της πλατείας Μαϊντάν το 2014 ήταν ένα μείζον βήμα στην κατεύθυνση του να εγκαθιδρυθεί μια αληθινή δημοκρατία σε μια χώρα όπου για αιώνες η καταπίεση και ο χλευασμός από ξένους δυνάστες και γειτονικές χώρες ήταν ο κανόνας. Και η θριαμβευτική νίκη του Βολοντίμιρ Ζελένσκι στις εκλογές του 2019 αποτέλεσε ένα ακόμη πελώριο βήμα όχι μόνο προς τη δημοκρατία, μα επίσης, προς τον πλουραλισμό, την ποικιλομορφία και τον σεβασμό προς όλες τις εθνοτικές ομάδες που τώρα κατοικούν αυτή τη χώρα, αλλά και πηγή δικαιολογημένης υπερηφάνειας για πολλούς από τους πολίτες της. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σκοτεινά εθνικιστικά, ρατσιστικά, αντισημιτικά και βίαια στοιχεία στην Ουκρανία, κι όχι μόνο στις δυτικές περιφέρειές της. Αληθεύει επίσης ότι η Ουκρανία ακόμη δυσκολεύεται να συνδιαλλαγεί με το παρελθόν της, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων πραγμάτων, τη συνεργασία μεταξύ των μαχητών της ουκρανικής ανεξαρτησίας με τα ναζιστικά κατοχικά στρατεύματα. Έχω κάνει το μερίδιο της προσπάθειας που μου αναλογεί προκειμένου να εκθέσω αυτό το παρελθόν, και αυτό δεν με έχει καταστήσει πάντοτε δημοφιλή στην Ουκρανία. Αλλά, βέβαια, η Ουκρανία δεν είναι μοναδική από αυτή την άποψη. Απλώς ας σκεφτούμε ότι στη Γαλλία, μια ευημερούσα δημοκρατία που αρέσκεται να θεωρεί τον εαυτό της ως οικουμενικό φάρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πήρε πενήντα χρόνια να αναγνωρίσει την ευθύνη για τον ρόλο του καθεστώτος του Βισύ και άλλων κρατικών υπηρεσιών υπό Γερμανική κυριαρχία στον εκτοπισμό των Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης. Υπό Σοβιετική κυριαρχία έως το 1991, η Ουκρανία όφειλε να υποταγεί στη σοβιετική αφήγηση η οποία περιθωριοποιούσε τη μοίρα των Εβραίων, όπως επίσης και τον ρόλο των ντόπιων συνεργατών στην εξόντωσή τους. Η αναβίωση του ουκρανικού εθνικισμού πραγματοποιήθηκε με τίμημα την άρνηση των πιο σκοτεινών όψεων της εθνικής μνήμης. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια υπάρχουν ολοένα και περισσότερα σημάδια για την ύπαρξη μιας νεότερης γενιάς ουκρανών ιστορικών και διανοουμένων που πασχίζουν να συνομιλήσουν με αυτό το παρελθόν. Αυτό θα είναι μακρά διαδικασία, όπως αντίστοιχα στη Γαλλία και τη Γερμανία, για να μη μιλήσουμε για χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία ή η Λιθουανία. Αλλά υπάρχει λόγος να ελπίζουμε.
Ωστόσο, όλα αυτά θα ακυρωθούν αν η επιχειρούμενη ρωσική ανακατάληψη της Ουκρανίας επιτύχει. Εδώ δεν υπάρχει κανείς λόγος για εύκολες αναλογίες μεταξύ του Hitler και του Πούτιν. Ο Πούτιν επιδιώκει την επίτευξη παραδοσιακών ρωσικών αυτοκρατορικών και σοβιετικών στόχων. Οι προθέσεις του είναι ξεκάθαρες και διάφανες. Αγωνίζεται να ελέγξει τα λιμάνια των ζεστών νερών.  τους δυτικούς γείτονες της Ρωσίας. τους πολίτες, τόσο τους δικούς του όσο και εκείνους των υπολοίπων γειτονικών χωρών, οι οποίοι παλεύουν και αγωνίζονται για ελευθερία από την καταπίεση. Δεν υπάρχει κάτι που να προκαλεί έκπληξη στις πολιτικές του Πούτιν. Μα αν επιτύχει, όχι μόνο η Ουκρανία θα βυθιστεί ξανά πίσω στην ιστορία των πλέον σκοτεινών περιόδων της, αλλά και η υπόλοιπη Ευρώπη θα βυθιστεί στις πιο σκοτεινές μέρες του Ψυχρού Πολέμου ή, πράγματι, στην εποχή που ο Πούτιν νιώθει πιο άνετα να επιστρέψει, σε αυτή του Τσαρικού ελέγχου της Φινλανδίας, των Βαλτικών κρατών, της Πολωνίας, της Ουκρανίας, πιθανόν ακόμη και των Βαλκανίων. Αυτός δεν είναι ένας κόσμος στον οποίο είμαστε διατεθειμένοι να επιστρέψουμε, ακόμη κι αν υπάρχουν στοιχεία στις δυτικές κοινωνίες, κι όχι μόνο στις ΗΠΑ, που φαίνεται να ελκύονται από τέτοιες πολιτικές αυταρχισμού και καταπίεσης.
Η ιδεολογική κατάχρηση της ιστορίας από τον Πούτιν: Ουκρανοί «ναζί», «γενοκτονία» και το σενάριο μιας ψεύτικης απειλής Στις 24 Φεβρουαρίου 2022 οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις εισέβαλαν στην Ουκρανία από τα βόρεια, ανατολικά και νότια της... more
Η ιδεολογική κατάχρηση της ιστορίας από τον Πούτιν:
Ουκρανοί «ναζί», «γενοκτονία» και το σενάριο μιας ψεύτικης απειλής

Στις 24 Φεβρουαρίου 2022 οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις εισέβαλαν στην Ουκρανία από τα βόρεια, ανατολικά και νότια της χώρας. Τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της εισβολής, η Ρωσία συγκέντρωνε κατά μήκος των συνόρων ολοένα και περισσότερα στρατεύματα, ενώ την ίδια στιγμή υιοθετούσε μια ρητορική που έκανε πολλούς στρατιωτικούς αναλυτές να ανακαλούν τα συμβάντα του 2014 και την προσάρτηση της Κριμαίας, καθώς και ιστορικούς να εντοπίζουν αναλογίες με τη φραστική απειλή κατοχής τμημάτων της Τσεχοσλοβακίας από τον Hitler το 1938.  Και στις δύο περιπτώσεις, ισχυρισμοί περί διακρίσεων και καταπίεσης εις βάρος τοπικών μειονοτήτων χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για στρατιωτική εισβολή. Χτυπητές διαφορές ανάμεσα, από τη μία πλευρά, στην προσάρτηση της Κριμαίας τον Μάρτιο του 2014 και, από την άλλη, στην εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 ήταν το μέγεθος της στρατιωτικής επιχείρησης όπως και η απουσία ευρείας τοπικής υποστήριξης στην περίπτωση της δεύτερης. Ενώ της εισβολής στην Κριμαία προηγήθηκε ένα παράνομο «δημοψήφισμα» στο οποίο η επιλογή υπέρ της προσάρτησης έλαβε δήθεν ένα ποσοστό της τάξης του 95%,  το 2022 ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν ακολούθησε έναν ολωσδιόλου διαφορετικό δρόμο προκειμένου να νομιμοποιήσει τις ενέργειές του. Πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εκφώνησε δύο ομιλίες. Η πρώτη του, με διάρκεια μίας ώρας (21 Φεβρουαρίου), και η οποία επικρίθηκε ευρέως από Δυτικούς ιστορικούς, αποτέλεσε απάνθισμα θεμάτων και όρων που διαπερνούν από τη μία ως την άλλη του άκρη το πρόσφατο ρωσικό αφήγημα.  Η δεύτερη (24 Φεβρουαρίου) απέκτησε μεγάλη φήμη εξαιτίας της κεντρικής σε αυτήν υπόσχεσης του Πούτιν «να αποναζιστικοποιήσει την Ουκρανία». 
Στις ομιλίες του ο Πούτιν χρησιμοποίησε ένα ιστορικό αφήγημα, ισχυριζόμενος ότι «οι Ουκρανικές αρχές -θα ήθελα να δώσω ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό- άρχισαν να οικοδομούν την κρατική τους οντότητα στη βάση της άρνησης του οτιδήποτε μας ένωνε, προσπαθώντας να διαστρεβλώσουν τον τρόπο σκέψης και την ιστορική μνήμη εκατομμυρίων ανθρώπων και ολόκληρων γενεών που ζουν στην Ουκρανία». Ο πόλεμος σχεδόν αμέσως απέκτησε το προσωνύμιο «ο πόλεμος του Πούτιν»,  ωστόσο αυτές οι δηλώσεις αποτελούσαν τις επίσημες κυβερνητικές θέσεις, με τον εκπρόσωπο του Πούτιν Ντιμίτρι Πεσκόφ να βεβαιώνει λίγο μετά την έναρξη της εισβολής ότι η Ρωσία επιδιώκει «να εκκαθαρίσει [την Ουκρανία] από τους Ναζί».  Οι ομιλίες του Πούτιν αποτελούσαν ευθεία αμφισβήτηση του κυρίαρχου ουκρανικού κράτους και η στρατιωτική επέμβαση που επακολούθησε παρουσιάστηκε έμπρακτα ως η διόρθωση και ακύρωση ενός ιστορικού λάθους. Το λεξιλόγιο των δύο ομιλιών χρησιμοποιείται καταχρηστικά προκειμένου να κινητοποιήσει τους Ρώσους στρατιώτες να πολεμήσουν εναντίον των Ουκρανών, και μολονότι πολλοί από τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται σε αυτές είναι είτε ψευδείς, όπως και αποσπασμένοι από την ιστορική τους πλαισίωση, είτε υπεραπλουστευτικοί, πρέπει, εντούτοις, να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη και να αναλυθούν θεωρούμενοι ως η πολιτική του Πούτιν σχετικά με την ιστορία. Το παρόν ερευνητικό σημείωμα επιδιώκει να αποσαφηνίσει τις απαρχές, την πολιτική εργαλειοποίηση, όπως επίσης και τις χρήσεις και καταχρήσεις των δύο κεντρικών όρων αυτών των πολεμικών ομιλιών – της «αποναζιστικοποίησης» και της «γενοκτονίας».
[απόσπασμα από τη συνέντευξη] Στην εποχή του Μεσοπολέμου αναδύονται εθνικισμοί,το κίνημα του αναθεωρητισμού και γενικότερα συντηρητικές απόψεις. Αυτό έχει να κάνει με τα αποτελέσματα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ή έχει και πιο βαθιές... more
[απόσπασμα από τη συνέντευξη]

Στην εποχή του Μεσοπολέμου αναδύονται εθνικισμοί,το κίνημα του αναθεωρητισμού και γενικότερα συντηρητικές απόψεις. Αυτό έχει να κάνει με τα αποτελέσματα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ή έχει και πιο βαθιές ρίζες;

Υπάρχει, είναι η αλήθεια, ρίζα που φτάνει μέχρι τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση στα μέσα και προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Σημαδεύεται από μετακινήσεις και εκριζώσεις πληθυσμών και από το πως οι μεγάλες μάζες-εργατικές και άλλες-ενσωματώνονται. Ηδη έχει αρχίσει να αμφισβητείται αυτό που θα λέγαμε φιλελεύθερη νεωτερικότητα, πολλές φορές και από τους ίδιους τους φορείς της. Και εργατικές τάξεις και φιλελεύθερα στρώματα. Υπάρχει πάντα και η διάσταση του μοντερνισμού, όχι μόνο ως καλλιτεχνικό κίνημα αλλά ευρύτερα ως μία εξέγερση εναντίον της παρακμής και του εκφυλισμού. Υπάρχει παράλληλα μία κριτική στην ιδεολογία της προόδου και του διαφωτισμού. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος όμως αποτελεί ένα πολύ σοβαρό σημείο καμπής από την άποψη ότι όλες αυτές οι κριτικές γίνονται κτήμα ευρύτερων,πια, στρωμάτων με ριζοσπαστικοποίηση είτε αφορώντας μεταγενέστερα τον ναζισμό είτε τον κομμουνισμό είτε και άλλα ρεύματα. Ηταν το βίωμα του τέλους μίας εποχής.
Research Interests:
Πάντοτε απορούσα με τη δυσανεξία που εκδήλωνε η Αριστερά απέναντι και στο συνολικό έργο –και όχι μόνο– του Παναγιώτη Κονδύλη, αλλά και στις παρατηρήσεις του σε ό, τι αφορούσε την ελληνική περίπτωση. και πράγματι, πολλά θα είχε να του... more
Πάντοτε απορούσα με τη δυσανεξία που εκδήλωνε η Αριστερά απέναντι και στο συνολικό έργο –και όχι μόνο– του Παναγιώτη Κονδύλη, αλλά και στις παρατηρήσεις του σε ό, τι αφορούσε την ελληνική περίπτωση. και πράγματι, πολλά θα είχε να του προσάψει κανείς: ανιστορική θεώρηση του 19ου αιώνα από την οποία απέρρευσαν οι θεωρήσεις του περί «νόθου» κοινοβουλευτισμού και εσαεί ατελούς εκσυγχρονισμού, πολιτισμικές παρά πολιτικές εκτιμήσεις για την ελληνική νεωτερικότητα, αποδοχή της θεώρησης «κέντρου»-«περιφέρεια» και συνηγορία υπέρ της «καθολικής περιφερειακότητας» της ελληνικής περίπτωσης, και τέλος, αναγωγή της πελατειοκρατίας σε ουσιακή σταθερά του νεοελληνικού πολιτικού βίου.  Ωστόσο, αυτές οι θέσεις δεν απείχαν ανάλογων τοποθετήσεων μιας ορισμένης –ακαδημαϊκής, πολιτικής, πολιτισμικής, δημοσιογραφικής– Αριστεράς. Με αυτή την έννοια, δεν είναι δυνατό να εντοπισθούν σε αυτές οι ρίζες της προαναφερθείσας δυσανεξίας. αλλού, ενδεχομένως, ριζώνει η δυσφορία.
Research Interests:
I upload the video of the discussion with Dick Pels: https://www.youtube.com/watch?v=afDF4U_c9io Is the Heart of Europe Still Alive? The Long-Term Outlook for the European Project A discussion* with Dick Pels (political analyst,... more
I upload the video of the discussion with Dick Pels: https://www.youtube.com/watch?v=afDF4U_c9io



Is the Heart of Europe Still Alive?
The Long-Term Outlook for the European Project

A discussion* with
Dick Pels

(political analyst, sociologist, author of A Heart for Europe)

with the kind assistance of Vasilis Bogiatzis (historian)

The Site of Ideas Lecture Series will host a talk with the distinguished Dutch sociologist and political writer, Dick Pels. Dick Pels has been Professor of Sociology & Communications at Brunel University, London, and has taught at Harvard University and the University of Amsterdam. He was chairman of the left-liberal thinktank Waterland and director of Bureau de Helling, the research foundation of the Dutch Green Party. He is well-known for his books Property and Power. A Study in Intellectual Rivalry (1998) and The Intellectual as Stranger(2000). At present, he is translating his most recent book, Van welk Europa houden wij? (2015) into English (A Heart for Europe, 2015). TheSite of Ideas will discuss with him the current relevance and significance of the European project: how attractive does it remain for the European people? How can it be sustained in the hearts of European citizens? We shall also have occasion to discuss populism and fascism in political discourse, as well as the place of intellectuals in today's Europe.

* The discussion will be held in English, but there will also be a Greek translation.
Research Interests:
There is a long tradition in the history of ideas which associates the intellectual habitus with strangerhood, outsidership and marginality. Equally venerable is the association between outsidership and claims to objective truth. But in... more
There is a long tradition in the history of ideas which associates the intellectual habitus with strangerhood, outsidership and marginality. Equally venerable is the association between outsidership and claims to objective truth. But in the knowledge society, intellectual and scientific work have become professionalized, even industrialized. Where, then, is the ‘outside’ from where you can see differently and see more? The model of the ‘social triangle’ will be used to explore the checks and balances between social domains such as culture, politics and the economy, and the productive rivalry between their different institutional perspectives. The problem is not how to find objective truth, but how, in Nietzsche’s words, to ‘accumulate different eyes’. How do the eyes of intellectuals and politicians effectively collaborate? My own experience as a public intellectual and think tank director will inform a view of the possible interaction between intellectuals and politicians which is equally removed from the Platonic presumption of the philosopher-king as from the Cartesian withdrawal into the ivory tower.

Υπάρχει μια μακρά παράδοση στην ιστορία των ιδεών η οποία συνδέει τo έθος του διανοούμενου με την αποξένωση, το περιθώριο και το να είναι κανείς «εκτός των τειχών». Εξίσου αξιοσέβαστη θεωρείται και η συσχέτιση ανάμεσα στο να είναι κανείς «εκτός των τειχών» και στην αξίωση ότι κατέχει την αντικειμενική αλήθεια. Εντούτοις, στο πλαίσιο της «κοινωνίας της γνώσης» η πνευματική και η επιστημονική εργασία αποτελούν επαγγελματικές ενασχολήσεις, σε μεγάλο βαθμό ήδη βιομηχανοποιημένες. Τότε όμως, πού βρίσκεται εκείνο το «έξω» από όπου μπορείς να δεις διαφορετικά και περισσότερα; Το μοντέλο του «κοινωνικού τριγώνου» θα χρησιμοποιηθεί προκειμένου να διερευνηθούν οι αμοιβαίοι έλεγχοι και εξισορροπήσεις μεταξύ κοινωνικών πεδίων όπως η πολιτική, η οικονομία και ο πολιτισμός, αλλά και η παραγωγική διαμάχη μεταξύ των διαφορετικών θεσμικών οπτικών αυτών των πεδίων. Το ζήτημα δεν είναι πώς να βρούμε την αντικειμενική αλήθεια, αλλά πώς, με τα λόγια του Nietzsche, να «συγκεντρώσουμε πολλά και διαφορετικά μάτια». Πώς λοιπόν, μπορούν να συνεργαστούν αποτελεσματικά τα «μάτια» των πολιτικών και των διανοουμένων; Η εμπειρία μου ως δημόσιος διανοούμενος και διευθυντής «δεξαμενής σκέψης» θα αποτελέσει τη βάση για να διερευνηθεί η δυνατότητα μιας τέτοιας αλληλεπίδρασης μεταξύ πολιτικών και διανοουμένων, η οποία θα απέχει εξίσου από την Πλατωνική υπόθεση του φιλοσόφου-βασιλέα και από την Καρτεσιανή απόσυρση στον ελεφάντινο πύργο.
The European Union has in the past few years made major steps to constitute itself as a polity, beyond the nation-states of which it is composed. Much of the debate about European integration in political theory, however, keeps adopting a... more
The European Union has in the past few years made major steps to constitute itself as a polity, beyond the nation-states of which it is composed. Much of the debate about European integration in political theory, however, keeps adopting a purely sceptical look that fails to perceive that which is likely to be the most significant novelty of the process, namely its character as the founding of a polity through the deliberate interaction of the members of that new polity. Such founding, a rare event in political history, takes place against the background of the historical experiences made and with the resources provided across the history of political ideas. At the same time, it takes place in a given context, the present situation of –as one may call it– ‘globalization’ or emerging ‘empire’ and tries to place the new polity in response to the problematic features of that situation. Therefore, European integration needs to be analyzed in terms that reach beyond legal codification of existing structures and beyond institutional architecture and address the question of the ‘normative self-understanding’ of the emerging polity, in other words, the question of the self-understanding of European modernity (Habermas 2001).
It is exactly this self-understanding, which is connected with the issues of European citizenship, Europeanness/Europeanity, “European identity”, all themes that lie at the core of the INCLUDE project:  https://www.include-erasmus.eu/. In this perspective, this working paper argues that it will be proved fruitful for the project –and the concomitant scenarios– to be based on more hermeneutic/interpretative approaches to the European modernity which emphasize in reflexivity, historicity and agentiality, such as those of Peter Wagner, Gerard Delanty and Dick Pels. The paper is articulated in five units. In the 1st one there is the theoretical framework of the above-mentioned approaches. In the 2nd and 3rd units a historical-sociological account of the European modernity is presented, based on the theoretical premises of the interpretative approaches on modernity,  which I present in detail. Instead of following a linear trajectory, the emphasis is on the interpretations, the struggles and the tensions over the experiences of the major and significant moments of plural European modernity. In the 4th unit there is a reflection concerning the notion of “identity” which stems from the previous analysis. The paper is completed with the conclusions. Throughout its extent, general axes and themes for didactic scenarios are given, respecting teachers’ autonomy in the forming of their teaching material.
Research Interests:
Η παρούσα εργασία επιχειρεί να προσεγγίσει το πρίσμα μέσα από το οποίο τρεις μελετητές του φαινομένου του Ελληνικού Διαφωτισμού, ο Κ.Θ. Δημαράς, ο Π. Κονδύλης, ο Π. Κιτρομηλίδης, κατανοούν και ερμηνεύουν τη διείσδυση διαφωτιστικών κοινών... more
Η παρούσα εργασία επιχειρεί να προσεγγίσει το πρίσμα μέσα από το οποίο τρεις μελετητές του φαινομένου του Ελληνικού Διαφωτισμού, ο Κ.Θ. Δημαράς, ο Π. Κονδύλης, ο Π. Κιτρομηλίδης, κατανοούν και ερμηνεύουν τη διείσδυση διαφωτιστικών κοινών τόπων στις κοινωνίες του μητροπολιτικού και παροικιακού ελληνισμού κατά τη διάρκεια του 18ου αι. και των απαρχών του 19ου αι., καθώς και την τύχη του στην μετεπαναστατική ελληνική κοινωνία τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.Και οι τρεις μελετητές συμμερίζονται την εκτίμηση, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό έντασης δεν έχει σημασία, ότι ο ελληνικός Διαφωτισμός εισέδυσε σ’ ένα δυσμενές και δύσβατο κοινωνικό πλαίσιο, κατόρθωσε εντούτοις να γίνει αισθητός, να προκαλέσει ρήξεις, συγκρούσεις, μετατοπίσεις, ζυμώσεις επηρεάζοντας μέχρι ενός σημείου τη νεότερη εθνική συλλογική συνείδηση, για να ανακοπεί, ηττηθεί, καμφθεί – ανάλογα με την οπτική του καθενός – τα αμέσως επόμενα της επανάστασης χρόνια. Μέσα σε αυτό το περίγραμμα που συνθέτουν οι κοινές εκτιμήσεις τους εμφανίζονται αποκλίνουσες τοποθετήσεις που αφορούν το ποιόν του φαινομένου καθώς και την εμβέλειά του.
Research Interests:
Some European countries continue to offer only extremely modest bilateral military aid to Ukraine. Italy, Spain, Portugal, Belgium, Luxembourg and France are among the most parsimonious members of the Ramstein coalition. They are thus... more
Some European countries continue to offer only extremely modest bilateral military aid to Ukraine. Italy, Spain, Portugal, Belgium, Luxembourg and France are among the most parsimonious members of the Ramstein coalition. They are thus taking advantage of the generosity of their allies, betraying their own past leadership and undermining the cohesion of Europe. https://visegradinsight.eu/ukraine-we-must-not-give-up/.