Academia.eduAcademia.edu
Ελληνικές ταινίες στα αιγυπτιακά στούντιο Ι Έχει ειπωθεί ότι η ιστορία της ελληνικής κινηµατογραφίας πηγαίνει πίσω στις απαρχές του παγκόσµιου κινηµατογράφου, καλύπτοντας µια χρονική περίοδο παρόµοια µε τις υπόλοιπες εθνικές κινηµατογραφίες της Ευρώπης. Δυστυχώς όµως η αργή ανάπτυξη της κινηµατογραφικής παραγωγής, που οφείλεται στις συγκεκριµένες συγκυρίες και περιορισµούς της ελληνικής πραγµατικότητας δεν επέτρεψε, πριν το Β'ΠΠ ανάλογη παραγωγή, όχι µόνο σε ποιοτικό αλλά και σε ποσοτικό επίπεδο, µε άλλες χώρες της Ευρώπης. Ίσως αυτός να είναι άλλος ένας λόγος για τα ελάχιστα ψήγµατα προπολεµικής κινηµατογραφικής παραγωγής που έχουν διασωθεί και τα διάσπαρτα στοιχεία που διαθέτουµε σήµερα για κείνη την περίοδο, µε αποτέλεσµα να δηµιουργούνται λανθασµένες εντυπώσεις και να επικρατεί µια τάση απαξίωσης για τη δουλειά και το έργο των πρωτοπόρων ελλήνων κινηµατογραφιστών. Αν στον τοµέα της παραγωγής, η ανάπτυξη του ελληνικής κινηµατογραφίας υπήρξε τόσο αργή και επίπονη, στον τοµέα διανοµής και προβολής, οι έλληνες επιχειρηµατίες ένιωσαν µεγαλύτερη σιγουριά για να επενδύσουν, γνωρίζοντας καλά τον τοµέα της διασκέδασης και τις επικερδείς δυνατότητες που είχε. Ο τοµέας όµως της διανοµής και της προβολής δεν υπήρξε επικερδής επένδυση µόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και στο εξωτερικό, οι Έλληνες µετανάστες πολύ γρήγορα ασχολήθηκαν µ' αυτόν και µάλιστα µε ιδιαίτερη επιτυχία. Η πλέον γνωστή περίπτωση είναι οι αδελφοί Σκούρα που υπήρξαν διευθυντικά στελέχη της 20th Century Fox ενώ η λιγότερη γνωστή περίπτωση είναι ο Αλέξανδρος Πανταζής που κατάφερε προπολεµικά να δηµιουργήσει µεγάλη αλυσίδα κινηµατογράφων στις ΗΠΑ. Πρέπει επίσης να επισηµανθεί ότι οι πρώτοι κινηµατογραφικοί επιχειρηµατίες στην Ελλάδα ήταν Έλληνες του εξωτερικού (Κωνσταντινούπολη, Σµύρνη, Αλεξάνδρεια και αργότερα Αµερική) που έχτισαν τις πρώτες αίθουσες αποκλειστικά για κινηµατογραφικές προβολές. Αργότερα χρηµατοδότησαν και τις περισσότερες κινηµατογραφικές παραγωγές. Γεγονότα που οδηγούν, ίσως µε κάποια δόση υπερβολής, στον ισχυρισµό ότι ο κινηµατογράφος ήρθε στην Ελλάδα από την Ανατολή και όχι από τη Δύση. (Παρεµπιπτόντως να αναφέρω εδώ ότι οι πρώτοι -1- πλανόδιοι κινηµατογραφιστές στην Ελλάδα που στις αρχές του 20ου αιώνα γύριζαν πόλεις και χωριά µε την πρώτη φορητή µηχανή προβολής ήταν οι αδελφοί Ψυχούλη από το Βόλο). Εδώ όµως θα ήθελα να περιοριστώ σ' ένα επεισόδιο της ιστορίας του ελληνικού κινηµατογράφου που είναι η παραγωγή ελληνικών ταινιών στα αιγυπτιακά στούντιο του Καΐρου στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ένα φαινόµενο που εµφανίστηκε ξανά στη δεκαετία του 1950 πριν από την καλύτερη οργάνωση των ελληνικών εταιρειών παραγωγής στον ελλαδικό χώρο. ΙΙ Έχει τονισθεί από όλους τους µελετητές της ιστορίας της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο το γεγονός ότι παρ' ότι το εµπόριο βάµβακος υπήρξε ο βασικός τοµέας ανάπτυξης και πλουτισµού, οι Έλληνες της Αιγύπτου δραστηριοποιήθηκαν σε όλους σχεδόν τους τοµείς του εµπορίου και µάλιστα σε αρκετές πόλεις της Αιγύπτου. Η ενασχόλησή τους µε το λιανεµπόριο έφτασε στο σηµείο να υπάρχουν παντού ελληνικά µπακάλικα και καφενεία είτε δίπλα σε µεγάλες επιχειρηµατικές µονάδες είτε σε σιδηροδροµικούς σταθµούς και εµπορικούς δρόµους. Συγχρόνως το µέγεθος της ελληνικής παροικίας και η συγκέντρωση µεταναστών από τον ελλαδικό χώρο και τον ευρύτερο χώρο της οθωµανικής επικράτειας δηµιούργησε το φαινόµενο, όπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά, "µιας κοινωνίας µέσα σε µία κοινωνία". Σε αντίθεση µε άλλες ευρωπαϊκές παροικίες στην Αίγυπτο, η ελληνική παροικία δεν αποτελείτο µόνο από πλούσιους εµπόρους, αλλά και µικρούς εµπόρους, τεχνίτες, υπαλλήλους επιχειρήσεων και εργάτες. Ιδιαίτερα δυναµική παρουσία είχαν οι Έλληνες ως στελέχη επιχειρήσεων και αντιπρόσωποι ευρωπαϊκών εµπορικών οίκων. Παρόµοια κοινωνική διαστρωµάτωση είχαν µόνο οι Ιταλοί και οι Μαλτέζοι καθώς και οι Εβραίοι, οι Σύριοι και οι Αρµένιοι από τις περιοχές της πρώην Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Ως επακόλουθο αυτής της κοινωνικής δοµής ήταν η ενασχόληση των Ελλήνων και µε τον τοµέα των υπηρεσιών. Με επιτυχία δραστηριοποιήθηκαν, εκτός από τις κατασκευές, και στις µεταφορές καθώς και σε επιχειρήσεις µε ξενοδοχεία, κέντρα διασκέδασης, κινηµατογράφους και θέατρα. Ενώ απ' ό,τι φαίνεται κυριαρχούν τα επαγγέλµατα της κατώτερης µεσαίας τάξης, δυστυχώς η µόνη καταγραφή των επαγγελµάτων των Ελλήνων της Αιγύπτου (1950) είναι -2- αρκετά γενική ώστε να µην µας επιτρέπει να εξάγουµε συγκεκριµένα συµπεράσµατα για το µέγεθος του τοµέα µεταφορών, τουρισµού και διασκέδασης. Πάντως από τις πρωτοβουλίες επενδύσεων στις µεταφορές (σιδηρόδροµοι και αστικές συγκοινωνίες) καθώς και η συσχέτισή τους µε τη χαρτογράφηση των σηµείων συγκέντρωσης των χώρων διασκέδασης (δίπλα σε σιδηροδροµικούς σταθµούς) διαπιστώνουµε για άλλη µια φορά ότι οι Έλληνες µετανάστες είχαν ενστερνισθεί το πνεύµα της νεοτερικότητας που κυριαρχούσε στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα νεοτερικά χαρακτηριστικά τα διαπιστώνουµε επίσης στον τρόπο που είχε διαρθρωθεί η πολιτική και πολιτιστική ζωή της κοινότητας, η οποία εκτός των άλλων είχε υιοθετήσει από τη Δύση και την έννοια του εθνικισµού. Έτσι δεν είναι καθόλου παράδοξο το γεγονός ότι παρά τη στενή επαφή µε τους άλλους Ευρωπαίους µέσω των εµπορικών συναλλαγών, η εκπαίδευση και η πολιτιστική ζωή ήταν συνυφασµένες σε µεγάλο βαθµό µε τη µητρόπολη. Η νεοτερικότητα και η εκκοσµίκευση έσπασαν µεν τους δεσµούς της θρησκευτικής κοινωνικής οργάνωσης που προϋπήρχε µε την Οθωµανική Αυτοκρατορία, αλλά η ισχυρή εθνικιστική ιδεολογία -µέσα στην οποία εντάχθηκε και το θρησκευτικό συναίσθηµα- επέτρεψε τη συνοχή της κοινότητας, τη διατήρηση των εθίµων και του διακριτού τρόπου διασκέδασης. Οι Έλληνες δεν αποτελούσαν την εξαίρεση αλλά ήταν ένα χαρακτηριστικό που το διαπίστωνε κανείς κυρίως στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο που καθ' όλη αυτήν την περίοδο ήταν αποικιακές πόλεις µε διακριτό πολιτιστικό περιβάλλον. Μέσα από αυτό το πλαίσιο µπορούµε να κατανοήσουµε την εµµονή των Αιγυπτιωτών να διασκεδάζουν µε καλλιτέχνες της µουσικής και του θεάτρου που έρχονταν από την Ελλάδα. Συγχρόνως βέβαια κατασκεύασαν και εκµεταλλεύτηκαν εµπορικά τους ανάλογους χώρους. Το πρώτο θέατρο κτίστηκε από τον Στέφανο Ζιζίνια το 1870 στην Αλεξάνδρεια και ακολούθησε ο Παράδεισος του Παναγή Πανάγου που αργότερα µετονοµάσθηκε σε Παλαί Κρυστάλ. Στη συνέχεια κτίστηκαν και άλλες θεατρικές αίθουσες από επιχειρηµατίες όπως ο Παντόπουλος, ο Μπόλλας, ο Τσερετόπουλος, ο Καραγιάννης, ο Αντίπας, ο Χαραλαµπίδης και ο Αθανασόπουλος ο οποίος αργότερα ασχολήθηκε και µε κινηµατογραφικές επιχειρήσεις. Η εµφάνιση του κινηµατογράφου είχε ως αποτέλεσµα δεκάδες Έλληνες να γίνουν είτε ιδιοκτήτες είτε διευθυντές κινηµατογραφικών αιθουσών στην Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, τη Μανσούρα, το Πορτ Σάιτ και την Ισµαηλία. Μερικοί από αυτούς µετέφεραν την εµπειρία -3- τους στην Ελλάδα ήδη από το 1917 είτε ως διευθυντές κινηµατογράφων είτε ως επιχειρηµατίες διανοµής και παραγωγής ταινιών. Θα περιορίσω τις αναφορές µου σε µερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις: Στο σιδηροδροµικό σταθµό του Ραµλιού υπήρχαν πολλά ελληνικά καταστήµατα και ο ελληνικός κινηµατογράφος Στραντ. Ο Βασίλης Αθανασόπουλος είχε τον κινηµατογράφο Λα Γκαιτέ στην οδό Πελούζ όπου ήταν και το ελληνικό θέατρο Λούνα Παρκ. Ο Αθανασόπουλος είχε προσπαθήσει να γυρίσει και ταινίες, ενώ ένας άλλος Αθανασόπουλος υπήρξε διευθυντής του δίγλωσσου (ελληνικά-γαλλικά) βαραχύβιου κινηµατογραφικού περιοδικού Cinema, το οποίο κυκλοφόρησε 17 τεύχη το 1924. Τέλος ο Αντώνιος Σκριβάνος ήταν στέλεχος της κινηµατογραφικής εταιρίας των αδελφών Μπέχνα στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που ορισµένοι θιασάρχες, πηγαίνοντας για περιοδεία στην Αίγυπτο, ενεπλάκησαν τελικά και µε τον κινηµατογράφο. ΙΙΙ Η οργανωµένη ελληνική κινηµατογραφική παραγωγή εµφανίστηκε αρκετά καθυστερηµένα, ενώ συγχρόνως υπήρξε και ιδιαίτερα βραχύβια. Η σηµαντικότερη και µεγαλύτερη εταιρεία, η DAG FILM των αδελφών Γαζιάδη, από το 1927 έως το 1932 γύρισε επτά ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες έτυχαν της θερµής ανταπόκρισης του κοινού, ενώ και από τεχνικής πλευράς ήταν εµφανής η βελτίωση που είχε συντελεστεί. Η περίοδος όµως αυτή συµπίπτει µε την τεχνολογική εξέλιξη και την έλευση του οµιλούντος κινηµατογράφου, η οποία αποδείχτηκε αξεπέραστο εµπόδιο, τουλάχιστον µέχρι το 1939. Αντί για την επένδυση κεφαλαίων για την αγορά νέου εξοπλισµού, οι Έλληνες τεχνικοί κατέφυγαν σε δικές τους ευρεσιτεχνίες που αποδείχθηκαν τελικά αποτυχηµένες. Οι Έλληνες παραγωγοί δεν επένδυσαν τα κέρδη τους στον κινηµατογράφο, µε αποτέλεσµα οι λίγες βωβές ταινίες που γυρίστηκαν µέχρι το 1935 να αποτύχουν εισπρακτικά, αφού το κοινό στράφηκε προς τις ξένες παραγωγές προσπερνώντας το εµπόδιο της γλώσσας. Ιδιαίτερα δε στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού (Κωνσταντινούπολη, Ρουµανία, Αίγυπτος, Αµερική), οι οποίες έτσι κι αλλιώς αποτελούσαν ένα υπολογίσιµο µέρος του κοινού των ελληνικών ταινιών, οι συνήθως πολύγλωσσοι µετανάστες προτιµούσαν πλέον αποκλειστικά τις οµιλούντες ταινίες. Εδώ αξίζει να επισηµανθεί ότι κάτι παρόµοιο συνέβη και µετά τη χρυσή εποχή της δεκαετίας -4- του 1960 τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αίγυπτο. Τα κέρδη από τις αιγυπτιακές παραγωγές δεν επενδύθηκαν και πάλι στα στούντιο και η ερµηνεία που δίνεται είναι ότι αυτό οφείλεται στους αδύναµους δεσµούς µεταξύ παραγωγών και διανοµέων. Ο διαχωρισµός µεταξύ παραγωγών και διανοµέων εµπόδισε την καθετοποίηση της κινηµατογραφικής βιοµηχανίας, φαινόµενο που χαρακτήριζε το Χόλιγουντ την εποχή των µεγάλων στούντιο. Πιστεύω όµως ότι καθοριστικό ρόλο έπαιξε επίσης η απροθυµία του κράτους, τόσο του ελληνικού όσο και του αιγυπτιακού, να στηρίξει την κινηµατογραφική παραγωγή ως εθνικό πολιτισµικό προϊόν, αντιµετωπίζοντάς την µόνο σαν εµπορικό προϊόν. Στα τέλη όµως της δεκαετίας του 1920, οι κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες στην Αίγυπτο βοήθησαν στην ίδρυση τεχνολογικά προηγµένων κινηµατογραφικών στούντιο, τα οποία εκείνη την εποχή ήταν τα αρτιότερα στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν πρέπει βέβαια να µας εκπλήσσει ότι στην υπόθεση αυτή είχαν εµπλακεί από την πρώτη στιγµή και Έλληνες επιχειρηµατίες που επένδυσαν στην κινηµατογραφική παραγωγή. Ο Παρίσσης Μπελένης και ο Αβραµούσης ήταν µέτοχοι των κινηµατογραφικών στούντιο Αχράµ, ενώ οι αδελφοί Κυριαζή είχαν στο Κάιρο τα στούντιο Σούµπρα. Εκτός από τους Έλληνες, στην κινηµατογραφική παραγωγή συµµετείχαν και αρκετοί Ιταλοί, όχι όµως µόνο ως επενδυτές αλλά και ως τεχνικοί και σκηνοθέτες. Με ιταλοεβραίους κινηµατογραφιστές ήρθαν λοιπόν σ΄ επαφή ελληνικοί θίασοι που περιόδευαν τη δεκαετία του 1930 στην Αίγυπτο. Συγκεκριµένα, µουσικοί θίασοι υπό τη διεύθυνση κυρίως του Μάνου Φιλιππίδη κατάφεραν να συνεργαστούν µε τον Τόγκο Μιζράχι και τον Αλεβίζε Ορφανέλι. Ο Τόγκο Μιζράχι είχε δικό του στούντιο στην Αλεξάνδρεια το 1931 και αργότερα στην Γκίζα στα περίχωρα του Καΐρου. Δικά του στούντιο είχε και ο Αλεβίζε Ορφανέλι, κι αυτός ιταλοεβραίος, στο συνεργείο του οποίου δούλευαν Ιταλοί και Αιγύπτιοι τεχνικοί, ενώ τη διανοµή των ταινιών είχε αναλάβει η εταιρεία Les Selections Behna Films. Συνολικά, την περίοδο 1937 έως 1939 γυρίστηκαν στην Αίγυπτο έξι ελληνόφωνες ταινίες οι οποίες προσπάθησαν να καλύψουν το απόλυτο κενό της κινηµατογραφικής παραγωγής στην Ελλάδα. Η µεγάλη διάθεση του κοινού για οµιλούντες ελληνικές ταινίες στάθηκε η εγγύηση για την εισπρακτική τους επιτυχία παρά την αυστηρή κριτική της εποχής για τις τεχνικές και καλλιτεχνικές τους ατέλειες. -5- Οι ταινίες αυτές ήταν: 1. Δόκτωρ Επαµεινώνδας (1937) Τόγκο Μιζράχι (παραγωγή, σκηνοθεσία, σενάριο), Γιάννης Κυπαρίσσης (µουσική) παίζουν: Οικονόµου, αδελφές Καλουτά, Ι. Διανέλλος, Τζινιόλης, Δ. Παναγιωτίδου και οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας, Γκαµπύ Βορλόου, Καρέτσος και αδελφοί Πολίτη. Πρόκειται για κωµωδία που προβλήθηκε στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1937 και στην πρώτη προβολή έκοψε 34.302 εισητήρια. 2. Αρραβών µετ’ εµποδίων (1938) σκηνοθεσία Αλεβίζε Ορφανέλι, µε ιταλικό συνεργείο: Μπρούνο Σάλβι οπερατέρ, Σάρλι Φώσκολο και Νέβιο Ορφανέλλι φωνολήπτες και Βιτίτζε Ορφανέλλι µοντέρ, Γιάννης Κυπαρίσσης και Χρήστος Μαυροµάτης (µουσική) παίζουν Παρασκευάς Οικονόµου, Ρένα Ντορ, Γιάννης Ιωαννίδης, Φωφώ Γεωργοπούλου, Φλώρα Κωνσταντίνου, Λέλα Φιλιππίδου, Γιώργος Πολίτης, Ουµπέρτο Αγγελίδης, Σοφία Μπαλαδήµα και Μαίρη Γεωργιάδη. Πρόκειται για µουσική κωµωδία που προβλήθηκε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1938 και θεωρήθηκε κατώτερη από την προηγούµενη. 3. Όταν ο σύζυγος ταξιδεύη (1938) σκηνοθεσία Τόγκο Μιζράχι, διασκευή σεναρίου Μάνος Φιλιππίδης, παίζουν Μάνος Φιλιππίδης, αδελφές Καλουτά, Ιωάννης Διανέλλος, Αντώνιος Τζιλιώνης. Πρόκειται για κωµωδία που γυρίστηκε σε στούντιο του Καΐρου και προβλήθηκε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1938. Πρέπει να υπογραµµιστεί ότι οι δύο ταινίες του Μιζράχι ήταν ουσιαστικά ρεµέικ αιγυπτιακών ταινιών του ίδιου που διασκευάστηκαν βιαστικά και αρκετά ελεύθερα στα ελληνικά. 4. Η προσφυγοπούλα (1938) Τόγκο Μιζράχι σκηνοθεσία και σενάριο σε συνεργασία µε τον Δηµήτρη Μπόγρη, µουσική Γιάννης Γιαννίδης, παίζουν Σοφία Βέµπο, Μάνος Φιλιππίδης, Τούλα Ανζή, Αλίκη Βέµπο, Μαρίκα Αγγελοπούλου, Τάκης Μιζαντζής, Νέλλη Μαζλουµίδη, Γιάννης Σαµαρτζής. Δράµα που προβλήθηκε στην Ελλάδα το Νοέµβριο του 1938 και στην πρώτη προβολή έκοψε 23.173 εισιτήρια. Η ταινία έγινε µεγάλη εµπορική επιτυχία στην ελληνική επαρχία, -6- στηριζόµενη περισσότερο στη φωνή της Βέµπο και στα τραγούδια του Γιαννίδη: Ο Γιάννος κι η Παγώνα, Σ' αγαπώ, Ζητώ να σε ξεχάσω, Κοιµήσου, Πόσο η ζωή είναι ωραία. Αν και ήταν αρκετά καλύτερη από τις προηγούµενες, είχε κι αυτή σοβαρά προβλήµατα συγχρονισµού. Υποφέρει επίσης, όπως τόσες ελληνικές ταινίες, από έντονη θεατρικότητα στο παίξιµο των ηθοποιών µε µοναδική εξαίρεση τη Σοφία Βέµπο που εκτός από τη φωνή της διακρίνεται και από την κινηµατογραφική της παρουσία. Η υπόθεση της ταινίας στηρίζεται στην αντίθεση πόλης-χωριού και στο αντιθετικό δίπολο όπου η πόλη συµβολίζει τα έκλυτα ήθη και την απατεωνιά ενώ η ύπαιθρος τις αρµονικές οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις, όπου ο µεγαλοκτηµατίας νοιάζεται και φροντίζει τους πάντες. Η καλοσύνη του χωρά και τους ξεριζωµένους πρόσφυγες ενώ λόγω της αγαθότητάς του γίνεται έρµαιο της αστής γυναίκας που έρχεται να του καταστρέψει την οικογένεια και να τον εκµεταλλευτεί οικονοµικά. Υπάρχουν επίσης εξωτερικά πλάνα από τα Μετέωρα και τα Τέµπη. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που διάφορες παραλλαγές της ταινίας παιζόταν στην ελληνική επαρχία µέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Πρόκειται για τη µόνη από τις έξι ταινίες που έχει σωθεί και αποκατασταθεί στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. (αφίσες των δύο προηγούµενων ταινιών του Μιζράχι) 5. Αγνούλα (1939) σκηνοθεσία Αλεβίζε Ορφανέλι, σενάριο Μάνος Φιλιππίδης, µουσική Ιωσήφ Ριτσιάρδης. Δράµα που έπαιζαν Κώστας Μουσούρης, Μάνος Φιλιππίδης, Αλίκη Θεοδωρίδου, Χρήστος Τσαγανέας, Μαρίκα Ραυτοπούλου κ.α. Γυρισµένη στο Κάιρο, ενώ η ιστορία διαδραµατίζεται στα στενά της Πλάκας µε καντάδες και έρωτες. Στην Αθήνα προβλήθηκε τον Απρίλιο του 1939 και στην πρώτη προβολή έκοψε 23.816 εισητήρια. 6. Καπετάν Σκορπιός (1939) Τόγκο Μιζράχι (παραγωγή, σκηνοθεσία, σενάριο), Γιάννης Κυπαρίσσης (µουσική), ηθοποιοί: Παρασκευάς Οικονόµου Αδελφές Καλουτά, Στέλλα Χριστοφορίδου κ.α. Μουσική κωµωδία καταστάσεων, η τελευταία ελληνική ταινία που γυρίστηκε στην Αίγυπτο πριν από τον πόλεµο. Οι περισσότερες από αυτές, µε νέο µοντάζ παίζονταν µέχρι τη δεκαετία του 1950 και από τότε λανθάνουν µε εξαίρεση την Προσφυγοπούλα, ελπίζοντας πάντα κάποια από αυτές να βρεθεί ξανά σε κάποιο αρχείο. Σύµφωνα τουλάχιστον µε τον τύπο της εποχής, ο Αλεβίζε Ορφανέλι είχε δει θετικά την πρόταση να φτιάξει αντίστοιχα στούντιο και στην Ελλάδα και για το σκοπό αυτό επισκέφθηκε αρκετές φορές την Αθήνα, χωρίς όµως αποτέλεσµα. Έτσι κι -7- αλλιώς τόσο το ελληνικό κράτος όσο και οι τράπεζες δεν είχαν πειστεί ότι θα µπορούσε ποτέ να υπάρξει βιώσιµη κινηµατογραφική βιοµηχανία στην Ελλάδα. Μετά το Β' ΠΠ έχουµε την παρόµοια περίπτωση µε το θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη, ο οποίος στη διάρκεια περιοδείας στην Αίγυπτο γύρισε τρεις κωµωδίες µε σκηνοθέτη τον Αλέκο Σακελλάριο: 1. Ένα βότσαλο στη λίµνη (1952) γυρισµένη στο Κάιρο στα στούντιο Νασιµπιάν του γνωστού µας Αλεβίζε Ορφανέλι 2. Σάντα Τσικίτα (1953) γυρισµένη στα στούντιο Νάχας του Καΐρου. 3. Δεσποινίς ετών "39" (1954) και στις τρεις παραπάνω ταινίες παίζουν σχεδόν οι ίδιοι ηθοποιοί µε πρωταγωνιστές τον Βασίλη Λογοθετίδη και την Ίλυα Λιβυκού. Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι παραγωγός ήταν ένας Αιγυπτιώτης, ο Σωτήρης Μήλλας, ο οποίος συνέχισε τις επιχειρηµατικές του δραστηριότητες στον κινηµατογράφο κι αργότερα στην Ελλάδα. Εκτός όµως από αυτές τις παραπάνω περιπτώσεις, που διαφηµίστηκαν κι όλας σαν παραγωγές του εξωτερικού, και άλλοι Έλληνες σκηνοθέτες προτίµησαν εκείνη την περίοδο τα αιγυπτιακά στούντιο για τα εσωτερικά γυρίσµατα, όπως για παράδειγµα ο Μιχάλης Κακογιάννης. Η υπόθεση αυτή έκλεισε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 λόγω της βελτίωσης της υποδοµής των ελληνικών εταιρειών παραγωγής, αλλά κυρίως λόγω των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών στην Αίγυπτο και την ακόλουθη τύχη της ελληνικής παροικίας. Μανόλης Αρκολάκης Ιούνης 2005 -8-